ἀπόσυρμα: Difference between revisions
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
(5) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόσυρμα]], το (Α) [[αποσύρω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η [[εκδορά]]<br /><b>2.</b> σκουριές που μένουν [[μετά]] την [[επεξεργασία]] του μετάλλου. | |mltxt=[[ἀπόσυρμα]], το (Α) [[αποσύρω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η [[εκδορά]]<br /><b>2.</b> σκουριές που μένουν [[μετά]] την [[επεξεργασία]] του μετάλλου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόσυρμα:''' ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is peeled cff, abrasion, Hp.Liqu.2, Dsc.1.30. 2 mark left by a rope dragged along, POxy.69.8 (ii A. D.). II rubbish left in working mines, Arist.Mir.833a29.
German (Pape)
[Seite 328] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσυρμα: τό, τὸ ἀποσυρόμενον, ἤτοι τὸ γύρωθεν ἀφαιρούμενον, ἐκλέπισμα, Ἱππ. 426. 10, Διοσκ. 1. 36: πρβλ. σύρμα Ι. 3. ΙΙ. σκωρίαι καταλελειμμέναι μετὰ τὴν ἐξεργασίων τοῦ μετάλλου, Ἀριστ. π. Θαυμ. 42.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fragmento de piel, escoriación Hp.Liqu.2, 3, Dsc.1.30, Gal.10.1007, 13.417
•desecho, limadura de las minas, Arist.Mir.833a29
•raspadura, serrín ἀ. τοῦ ξύλου Poll.5.34.
2 marca, rastro de una cuerda al ser arrastrada POxy.69.8 (II d.C.).
3 medic. tipo de emplasto abrasivo Scrib.Larg.215.
Greek Monolingual
ἀπόσυρμα, το (Α) αποσύρω
1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά
2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσυρμα: ατος τό стружка, обрезок (ἀποσύρματα τῶν μετάλλων Arst.).