φλήναφος: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φλήνᾰφος:''' ὁ ([[φλέω]]), ανόητη [[κουβέντα]], [[μωρολογία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''φλήνᾰφος:''' ὁ ([[φλέω]]), ανόητη [[κουβέντα]], [[μωρολογία]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλήνᾰφος:''' ὁ<b class="num">1)</b> тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> пустомеля Men. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A idle talk, nonsense, ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. Men.482.6, cf. Kol.21, Luc.Dem.Enc.35, Amelius ap.Porph.Plot.17; τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον Lib.Ep.803.4: pl., Phld.Rh.2.267S., Luc.Somn.7, Pisc.25, etc. II babbler, ὦ φλήναφε Men.109, cf. Poll.6.119.
German (Pape)
[Seite 1291] ὁ (vgl. φλεδών, φλῆνος, schwerlich zusammengesetzt), 1) unnützes Geschwätz, Schwatzhaftigkeit, Menand., Liban. – 2) als adj. φλήναφος, ον, schwatzhaft, geschwätzig, Men. Deisidaem. frg. 2; vgl. Poll. 6, 119.
Greek (Liddell-Scott)
φλήνᾰφος: ὁ, (ἴδε φλέω ΙΙΙ)· ― ματαιολογία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, ἡ πρόνοια δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, μωρολόγος, ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sot bavardage, sottise, niaiserie.
Étymologie: DELG langue fam., étym. obscure;
cf. φλάζω² ???
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί
αρχ.
φλυαρία, μωρολογία.
επίρρ...
φληνάφως Α
με φληναφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. του καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην- / φλᾱν- το οποίο πρέπει να αναχθεί στη ρίζα bhel- / bhle-u- τών ρ. φλέω, φλύω και έχει πιθ. προέλθει είτε από μια μορφή bhlē- της ρίζας είτε από μια μορφή bhl - (με μακρό το φωνηεντικό -l- της συνεσταλμένης βαθμίδας) με έρρινο ένθημα -n-. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ούτε ο τρόπος σχηματισμού ούτε η σχέση μεταξύ τών τ. φλήναφος και φληναφῶ. Κατά μία άποψη, αρχαιότερο είναι το ρ. φληναφῶ (από το οποίο προήλθε υποχωρητικά το όν. φλήναφος), το οποίο αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από τα ρ. φληνύω και ἁφῶ «αγγίζω, ψηλαφώ» (βλ. και λ. ψηλαφώ, μηλαφώ). Κατ' άλλη, αντίθετη, άποψη, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία ο τ. φλήν-αφος, ο οποίος έχει σχηματισθεί από το θ. φλην / φλᾱν- με το επίθημα -αφος του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κόλ-αφος, οὔλ-αφος). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η λ. φλήναφος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο στον δράστη της ενέργειας όσο και την ίδια την ενέργεια (πρβλ. φλύαρος, φλύαξ)].
Greek Monotonic
φλήνᾰφος: ὁ (φλέω), ανόητη κουβέντα, μωρολογία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φλήνᾰφος: ὁ1) тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;
2) пустомеля Men.