ἐπίρροθος: Difference between revisions
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίρροθος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που σπεύδει προς [[διάσωση]], [[βοηθός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐπ. [[κακά]]</i>, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, [[κακολόγος]], σε Σοφ., πρβλ. [[ἐπιτάρροθος]]. | |lsmtext='''ἐπίρροθος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που σπεύδει προς [[διάσωση]], [[βοηθός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐπ. [[κακά]]</i>, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, [[κακολόγος]], σε Σοφ., πρβλ. [[ἐπιτάρροθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίρροθος:''' <b class="num">1)</b> спешащий на выручку, оказывающий помощь (τινι Hom.; εὐφρόναι Hes.);<br /><b class="num">2)</b> спасающий, избавляющий (ἀλγέων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> резкий, язвительный, оскорбительный: κινῶν ἄνδρα ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν Soph. возбуждая друг друга колкостями;<br /><b class="num">4)</b> достойный порицания, дрянной (δώματα Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A coming to the rescue; as Subst., helper, τοίη οἱ ἐ. ἦεν Ἀθήνη Il.4.390; θεὰ... μοι ἐ. ἐλθὲ ποδοῖιν 23.770; μακραὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσίν Hes.Op.560; ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε A.R.2.1193: also as Adj., μῆτις, πύργος ἐ., ib.1068, 4.1045: c. gen., giving aid against, νύκτερον τέλος . . ἀλγέων ἐ. A.Th.368 (lyr.); cf. ἐπιτάρροθος. 2. [ὁδὸς] λείη καὶ ἐ. easy (?), AP7.50 (Archim.). II. ἐ. κακά reproaches bandied backwards and forwards, abusive language, S.Ant.413. 2. δώμαθ' . . ἐ. full of fault-finding, Id.Fr.583.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρροθος: -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνη Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι ἐπίρροθος ἐλθὲ ποδοῖιν Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί, «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, ἐπειδὴ πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., πύργος, μῆτις ἐπίρροθος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - μετὰ γεν., παρέχων βοήθειαν ἐναντίον τινός, νύκτερον τέλος μολεῖν, παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ ἐπιτάρροθος (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ ἄπαυστος κακολογία, Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - ἐντεῦθεν, ἀξιόμεμπτος, ταπεινός, μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’élance au secours de, τινι ; p. ext. secourable, efficace, utile ; avec le gén. secourable contre;
2 qui s’élance sur ou contre ; fig. qui blâme, qui injurie.
Étymologie: ἐπί, ῥόθος.
English (Autenrieth)
(cf. ἐπιτάρροθος): helper. (Il.)
Spanish
Greek Monolingual
ἐπίρροθος, -ον (Α) ρόθος
1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.)
2. προστάτης, προστατευτικός
3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει
4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός
5. επίμεμπτος, ταπεινός, μηδαμινός («ὠθούμεθ’ ἔξω... αἱ μὲν ξένους πρὸς ἄνδρας... αἱ δ’ εἰς ἀήθη δώμαθ’, αἱ δ’ ἐπίρροθα», Σοφ.)
6. ο πολύ χρήσιμος, ο σωτήριος.
Greek Monotonic
ἐπίρροθος: -ον, I. αυτός που σπεύδει προς διάσωση, βοηθός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει βοήθεια εναντίον κάποιου, σε Αισχύλ.
II. ἐπ. κακά, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, κακολόγος, σε Σοφ., πρβλ. ἐπιτάρροθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρροθος: 1) спешащий на выручку, оказывающий помощь (τινι Hom.; εὐφρόναι Hes.);
2) спасающий, избавляющий (ἀλγέων Aesch.);
3) резкий, язвительный, оскорбительный: κινῶν ἄνδρα ἀνὴρ ἐπιρρόθοις κακοῖσιν Soph. возбуждая друг друга колкостями;
4) достойный порицания, дрянной (δώματα Soph.).