συναριστεύω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνᾰριστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιτελώ]] γενναίες πράξεις, [[ανδραγαθώ]] από κοινού με, σε Ευρ. | |lsmtext='''συνᾰριστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιτελώ]] γενναίες πράξεις, [[ανδραγαθώ]] από κοινού με, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-ᾰριστεύω samen (met...) heldendaden verrichten, met dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A do brave deeds together, ἅμα τινί E.Tr.804 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰριστεύω: ἀριστεύω σύν τινι, ἅμα τινὶ Εὐρ. Τρῳ. 803.
French (Bailly abrégé)
rivaliser de bravoure avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀριστεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Greek Monolingual
ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνᾰριστεύω: μέλ. -σω, επιτελώ γενναίες πράξεις, ανδραγαθώ από κοινού με, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾰριστεύω samen (met...) heldendaden verrichten, met dat.