παιδευτής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιδευτής:''' -οῦ, ὁ ([[παιδεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[δάσκαλος]], [[εκπαιδευτής]], [[παιδαγωγός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διορθωτής]], [[τιμωρός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παιδευτής:''' -οῦ, ὁ ([[παιδεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[δάσκαλος]], [[εκπαιδευτής]], [[παιδαγωγός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διορθωτής]], [[τιμωρός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=παιδευτής -οῦ, ὁ [παιδεύω] opvoeder, leraar.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδευτής Medium diacritics: παιδευτής Low diacritics: παιδευτής Capitals: ΠΑΙΔΕΥΤΗΣ
Transliteration A: paideutḗs Transliteration B: paideutēs Transliteration C: paideftis Beta Code: paideuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A teacher, instructor, Pl.R.493c, al., IG22.1011.35.    2 minister of education, Pl.Lg.811d, al.    II corrector, chastiser, Ep.Hebr.12.9.

German (Pape)

[Seite 440] ὁ, der Erzieher, Lehrer; Plat. Legg. VIII, 835 a; καὶ τροφεύς, Polit. 308 e; Sp., wie Plut. Lycurg. 12.

Greek (Liddell-Scott)

παιδευτής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, Πλάτ. Πολ. 493C, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ τιμωρῶν τινα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ιβ΄, 9.

English (Strong)

from παιδεύω; a trainer, i.e. teacher or (by implication) discipliner: which corrected, instructor.

English (Thayer)

παιδευτου, ὁ (παιδεύω);
1. an instructor, preceptor, teacher: Plato, legg. 7, p. 811d., etc.; Plutarch, Lycurgus,
c. 12, etc.; (Diogenes Laërtius 7,7).
2. a chastiser: Hosea 5:2; Psalt. Sal. 8,35).

Greek Monolingual

το θηλ. παιδεύτρια (ΑΜ παιδευτής Μ θηλ. παιδεύτρια) παιδεύω
1. δάσκαλος, παιδαγωγός («ἐγκρατείας παιδευτήν», Μηναί)
2. αυτός που τιμωρεί κάποιον («τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα», ΚΔ)
νεοελλ.
αυτός που βασανίζει κάποιον.

Greek Monotonic

παιδευτής: -οῦ, ὁ (παιδεύω
I. δάσκαλος, εκπαιδευτής, παιδαγωγός, σε Πλάτ.
II. διορθωτής, τιμωρός, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδευτής -οῦ, ὁ [παιδεύω] opvoeder, leraar.