πρόσχωμα: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόσχωμα:''' -ατος, τό, [[εναπόθεση]] λάσπης που μεταφέρεται από το [[νερό]], [[πρόσχωμα]] Νείλου, λέγεται για το Δέλτα του Νείλου, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πρόσχωμα:''' -ατος, τό, [[εναπόθεση]] λάσπης που μεταφέρεται από το [[νερό]], [[πρόσχωμα]] Νείλου, λέγεται για το Δέλτα του Νείλου, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόσ-χωμα -ατος, τό [προσ-χόω] aanslibsel. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A alluvial deposit, π. Νείλου, of the Delta of the Nile, A.Pr.847; ποταμῶν Str.13.1.36. II mound raised for attacking a city, LXX 2 Ki.20.15, al.
German (Pape)
[Seite 789] τό, der vom Wasser, bes. von Flüssen abgesetzte Schlamm, das Angeschwemmte, Νείλου, Aesch. Prom. 849. τό, der vom Wasser, bes. von Flüssen abgesetzte Schlamm, das Angeschwemmte, Νείλου, Aesch. Prom. 849.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχωμα: τό, πρόσχωσις, γῆ σχηματιζομένη ἐκ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, πρ. Νείλου, ἐπὶ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πρ. 847, πρβλ. Στράβ. 598. ΙΙ. συσσώρευσις χώματος ἐν εἴδει λόφου πρὸς ἐπίθεσιν ἐναντίον πόλεως, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Κ΄, 15).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
atterrissement.
Étymologie: προσχώννυμι.
Greek Monolingual
το, ΝΑ προσχώνυμι
χώμα ή λάσπη που συσσωρεύθηκε από πρόσχωση («Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
γη κοντά σε ακτή η οποία σχηματίστηκε από την ιλύ ποταμού, πρόσχυση, προσχωματική έκταση
αρχ.
συσσώρευση χώματος για σχηματισμό λόφου με σκοπό την επίθεση εναντίον πόλης.
Greek Monotonic
πρόσχωμα: -ατος, τό, εναπόθεση λάσπης που μεταφέρεται από το νερό, πρόσχωμα Νείλου, λέγεται για το Δέλτα του Νείλου, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσ-χωμα -ατος, τό [προσ-χόω] aanslibsel.