ἀέκητι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀέκητῐ:''' Επικ. επίρρ., [[εναντίον]] της θέλησης κάποιου, σε Όμηρ.· με γεν., [[σεῦ]] [[ἀέκητι]], [[ἀέκητι]] [[σέθεν]], Λατ. te [[invito]]· [[θεῶν]] [[ἀέκητι]], [[ἀέκητι]] [[θεῶν]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀέκητῐ:''' Επικ. επίρρ., [[εναντίον]] της θέλησης κάποιου, σε Όμηρ.· με γεν., [[σεῦ]] [[ἀέκητι]], [[ἀέκητι]] [[σέθεν]], Λατ. te [[invito]]· [[θεῶν]] [[ἀέκητι]], [[ἀέκητι]] [[θεῶν]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀέκητῐ:''' praep. [[cum]] gen. против воли, наперекор, вопреки (τινος Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέκητῐ Medium diacritics: ἀέκητι Low diacritics: αέκητι Capitals: ΑΕΚΗΤΙ
Transliteration A: aékēti Transliteration B: aekēti Transliteration C: aekiti Beta Code: a)e/khti

English (LSJ)

Ep. Adv.

   A against one's will, c. gen., ἀ. σέθεν Od.3.213, 16.94; θεῶν ἀ., ἀ. θεῶν, Il.12.8, Od.4.504.

German (Pape)

[Seite 41] wider Willen, Hom. oft, θεῶν Od. 1, 79, σέθεν 3, 213, absol. 4, 665 ἐκ τόσσων δ' ἀέκητι νέος παῖς οἴχεται αὔτως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέκητι: ἢ ἀεκητί, Ἐπικ. ἐπίρρ. = ἐναντίον τῆς θελήσεως, συχν. παρ’ Ὁμ. μ. γεν. σεῦ ἀέκητι, ἀέκητι σέθεν, Λατ. te invito, Ὀδ. Π. 94., Γ. 213· θεῶν ἀέκητι, ἀέκητι θεῶν, Λατ. Diis non propitiis, Ἰλ. Μ. 8, Ὀδ. Δ. 504.

French (Bailly abrégé)

adv. épq.
malgré, en dépit de : Ἀργείων ἀέκητι IL malgré les Argiens ; ἀέκητι θεῶν OD malgré les dieux.
Étymologie: ἀ, ἕκητι.

English (Autenrieth)

(ϝέκητι): against the will of; freq. w. θεῶν.

Spanish (DGE)

(ἀέκητῐ) • Alolema(s): dór. ἀέκᾱτῐ B.18.9
ép. prep. contra la voluntad c. gen. θεῶν ἀ. Il.12.8, ἀ. σέθεν Od.3.213, οὐκ ἀ. Ζηνός Hes.Th.529, ποιμένων ἀ. B.l.c.

Greek Monotonic

ἀέκητῐ: Επικ. επίρρ., εναντίον της θέλησης κάποιου, σε Όμηρ.· με γεν., σεῦ ἀέκητι, ἀέκητι σέθεν, Λατ. te invito· θεῶν ἀέκητι, ἀέκητι θεῶν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀέκητῐ: praep. cum gen. против воли, наперекор, вопреки (τινος Hom.).