γαλαξίας: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γαλαξίας]])<br />φακοειδές [[σύστημα]] με δισεκατομμύρια αστέρων και μεγάλα ποσά μεσοαστρικής ύλης η οποία αποτελείται από [[σκόνη]] και [[αέρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ένα από τα [[πρώτα]] δόντια τών παιδιών και τών μικρών ζώων<br /><b>2.</b> <b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] που αποτελείται από πυριτικό [[μαγνήσιο]] και [[αργίλιο]], [[σαπωνόλιθος]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>4.</b> [[γένος]] Ανθόζωων της οικογένειας Στυλινιδών<br /><b>5.</b> [[είδος]] μύκητα<br /><b>6.</b> [[άλογο]] που έχει [[λευκό]] [[τρίχωμα]] στα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[γαλέος]]<br /><b>2.</b> το [[ορυκτό]] [[μόροχθος]] που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αίγυπτο για να λευκαίνουν υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γαλαξίας]] (ενν. [[κύκλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>γαλακτ</i>-<i>ιας</i> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], -<i>κτος</i> <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ίας</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-). Το μαρτυρούμενο [[γαλακτίας]] αποτελεί μτγν. λ.]. | |mltxt=ο (AM [[γαλαξίας]])<br />φακοειδές [[σύστημα]] με δισεκατομμύρια αστέρων και μεγάλα ποσά μεσοαστρικής ύλης η οποία αποτελείται από [[σκόνη]] και [[αέρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ένα από τα [[πρώτα]] δόντια τών παιδιών και τών μικρών ζώων<br /><b>2.</b> <b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] που αποτελείται από πυριτικό [[μαγνήσιο]] και [[αργίλιο]], [[σαπωνόλιθος]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>4.</b> [[γένος]] Ανθόζωων της οικογένειας Στυλινιδών<br /><b>5.</b> [[είδος]] μύκητα<br /><b>6.</b> [[άλογο]] που έχει [[λευκό]] [[τρίχωμα]] στα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[γαλέος]]<br /><b>2.</b> το [[ορυκτό]] [[μόροχθος]] που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αίγυπτο για να λευκαίνουν υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γαλαξίας]] (ενν. [[κύκλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>γαλακτ</i>-<i>ιας</i> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], -<i>κτος</i> <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ίας</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-). Το μαρτυρούμενο [[γαλακτίας]] αποτελεί μτγν. λ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰλαξίας:''' ου ὁ (тж. γ. [[κύκλος]]) астр. млечный путь Arst., Plut., Luc., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ: 1 (sc. κύκλος) the milky way, D.S.5.23, Luc.VH1.16, Man.2.116, etc.; in full, γ. κύκλος Placit.2.7.1, Sallust.4. II (sc. λίθος) = λίθος μόροχθος, tailor's chalk, Dsc.5.134. III = γαλεός 1, Gal.6.727 (v.l. γαλεξ-).
German (Pape)
[Seite 471] ὁ (sc. κύκλος, was oft dabei steht, D. Sic. 5, 23), 1) die Milchstraße, D. Sic. 5, 23; Luc. V. Hist. 1, 16 u. a. Sp. – 2) λίθος, = γαλακτίτης, Plin. 37, 10.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλαξίας: -ου, ὁ:
1) (ἐξυπακ. κύκλος), ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ λευκὸς καὶ πολύαστρος δρόμος (κοιν. ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς) Λατ. circulus lacteus, via lactea, Διόδ. 5. 23, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16, κτλ.· παρὰ Πτολεμ., γαλακτίας.
ΙΙ. (ἐξυπακ. λίθος) = γαλακτίτης, Διοσκ. 5. 152. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Γαλην. 6. σ. 395, ἔνθα γαλεξίας.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de lait, lacté : ὁ γαλαξίας κύκλος PLUT la voie lactée litt. le cercle lacté.
Étymologie: γάλα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 Vía Láctea D.S.5.23, Luc.VH 1.16, Man.2.116, Cat.Cod.Astr.9(1).185, tb. denominada γ. κύκλος Ph.1.27, Sallust.4.8, Plu.2.892e, Cat.Cod.Astr.9(1).188.
2 mineral. greda Dsc.5.134, Plin.HN 37.162.
3 ict. prob. lamprea apreciadísima por los romanos, Gal.6.727, Orib.2.52.
Greek Monolingual
ο (AM γαλαξίας)
φακοειδές σύστημα με δισεκατομμύρια αστέρων και μεγάλα ποσά μεσοαστρικής ύλης η οποία αποτελείται από σκόνη και αέρια
νεοελλ.
1. κάθε ένα από τα πρώτα δόντια τών παιδιών και τών μικρών ζώων
2. (ορυκτ.) ορυκτό που αποτελείται από πυριτικό μαγνήσιο και αργίλιο, σαπωνόλιθος
3. ζωολ. είδος ψαριού
4. γένος Ανθόζωων της οικογένειας Στυλινιδών
5. είδος μύκητα
6. άλογο που έχει λευκό τρίχωμα στα χείλη
αρχ.
1. το ψάρι γαλέος
2. το ορυκτό μόροχθος που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αίγυπτο για να λευκαίνουν υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλαξίας (ενν. κύκλος) < γαλακτ-ιας < γάλα, -κτος + (επίθημα) -ίας (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-). Το μαρτυρούμενο γαλακτίας αποτελεί μτγν. λ.].
Russian (Dvoretsky)
γᾰλαξίας: ου ὁ (тж. γ. κύκλος) астр. млечный путь Arst., Plut., Luc., Diod.