ἑταιρέω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑταιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἑταίρα]]), [[κρατώ]] [[συντροφιά]], κάνω [[παρέα]], [[συναναστρέφομαι]], εκδίδομαι, λέγεται για εταίρες, σε Αισχίν. κ.λπ. | |lsmtext='''ἑταιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἑταίρα]]), [[κρατώ]] [[συντροφιά]], κάνω [[παρέα]], [[συναναστρέφομαι]], εκδίδομαι, λέγεται για εταίρες, σε Αισχίν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑταιρέω:''' (aor. ἡταίρησα, pf. ἡταίρηκα) заниматься ремеслом блудницы, (тж. о мужчинах) предаваться распутству Lys., Aeschin., Dem., Luc.: ἑταιροῦσα [[φιλία]] Plut. продажная дружба. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A keep company with, Aeschin.1.13, Phoenicid.4.2 ; τινι with a man, And.1.100, etc.; φιλία ἑταιροῠσα meretricious friendship, Plu. 2.62d; οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἡταιρήκασιν Lys. 14.41 ; οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος Aeschin.1.52. II Med., = ἑταιρεύομαι, of men, Theopomp.Hist.217b ; of women, Plu. Ant.18.
German (Pape)
[Seite 1046] Buhlerei, Unzucht, bes. Päderastie treiben, von Knaben, die sich Einem dazu vermiethen, παρά τινι μεμισθαρνηκέναι ἐπὶ τῷ σώματι Aesch. 1, 13. 52; ἑνί, Andoc. 1, 100; vgl. Lys. 3, 24. 14, 41 Dem. 24, 181 (Thom. Mag. macht den Unterschied von πορνεύεσθαι, daß dies ὑπὸ τοὺ τυχόντος, jenes ὑπὸ ἐραστοῦ sei). Von Frauen, Luc. D. Meretr. 8, 2; Plut. Pericl. 24; τινί, Ath. XIII, 586 f; – φιλία ἑταιροῦσα, buhlerische, der ἀληθινὴ καὶ σώφρων entgegengesetzt, Plut. de adul. et am. discr. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρέω: ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος ἢ θήλεος, χρησιμεύω πρὸς ἀσελγῆ σκοπὸν ἐπὶ μισθῷ, μισθαρνῶ ἐπὶ τῷ σώματι ἔχων ἐραστήν, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 5. 2, κ. ἀλλ., Φοινικίδης ἐν Ἀδήλ. 1. 2· τινί, μέ τινα, Ἀνδοκ. 13. 28, κλ.· φιλία ἑταιροῦσα, ψευδής, ἐπίπλαστος ἢ πορνικὴ φιλία, Πλούτ. 2. 62D· πρβλ. πορνεύω, καὶ περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ αὐτῶν ἴδε Ἀνδοκ. 8. 16. ΙΙ. Μέσ., = ἑταιρεύομαι, Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Ε. ― Κατὰ τὸν Θωμᾶν Μάγιστρον (σ. 375 κἑξ.) «ἑταιρῶ δὲ... τὸ τοὺς ἄνδρας πάσχειν τὰ τῶν ἑταιρῶν. ἑταιρεῖ μὲν οὖν καὶ πορνεύεται ὁ πασχητιῶν, ἀλλ’ ἑταιρεῖ μὲν ὑπὸ ἐραστοῦ, πορνεύεται δὲ ὑπὸ τοῦ τυχόντος».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἡταίρησα, pf. ἡταίρηκα;
faire métier de courtisane ou de prostitué : τινι, être l’amant ou la maîtresse de qqn ; fig. ἑταιροῦσα φιλία PLUT amitié qui se prostitue.
Étymologie: ἑταῖρος.
Greek Monotonic
ἑταιρέω: μέλ. -ήσω (ἑταίρα), κρατώ συντροφιά, κάνω παρέα, συναναστρέφομαι, εκδίδομαι, λέγεται για εταίρες, σε Αισχίν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρέω: (aor. ἡταίρησα, pf. ἡταίρηκα) заниматься ремеслом блудницы, (тж. о мужчинах) предаваться распутству Lys., Aeschin., Dem., Luc.: ἑταιροῦσα φιλία Plut. продажная дружба.