θάψινος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θάψῐνος:''' -η, -ον, [[κιτρινόχρωμος]], [[ωχρός]], [[κίτρινος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''θάψῐνος:''' -η, -ον, [[κιτρινόχρωμος]], [[ωχρός]], [[κίτρινος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θάψῐνος:''' <b class="num">1)</b> желтый ([[χρῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> желтый как воск, изжелта-бледный ([[γυνή]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A yellow-coloured, yellow, sallow, γυνή Ar.V.1413; κρόκη IG12.330.17; χρῶμα Plu.Phoc.28; χιτών Callix.2.
German (Pape)
[Seite 1189] gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.
Greek (Liddell-Scott)
θάψῐνος: -η, -ον, κιτρίνου χρώματος, κίτρινος, ὠχρός, γυνὴ Ἀριστοφ. Σφ. 1413˙ χρῶμα Πλούτ. Φωκ. 28˙ χιτὼν Ἀθήν. 198F, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
jaune.
Étymologie: θάψος.
Greek Monolingual
θάψινος, -η -ον (Α) θάψος
αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρός («θάψινος γυνή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή].
Greek Monotonic
θάψῐνος: -η, -ον, κιτρινόχρωμος, ωχρός, κίτρινος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θάψῐνος: 1) желтый (χρῶμα Plut.);
2) желтый как воск, изжелта-бледный (γυνή Arph.).