καταμαρτυρέω: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταμαρτῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μαρτυρώ]] [[εναντίον]], <i>τινός</i> ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν [[λαβεῖν]], σε Δημ. — Παθ., δίνεται [[μαρτυρία]] [[εναντίον]] μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική [[κατάθεση]] η οποία δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ. | |lsmtext='''καταμαρτῠρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μαρτυρώ]] [[εναντίον]], <i>τινός</i> ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν [[λαβεῖν]], σε Δημ. — Παθ., δίνεται [[μαρτυρία]] [[εναντίον]] μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική [[κατάθεση]] η οποία δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταμαρτῠρέω:''' (против кого-л.) давать свидетельские показания, свидетельствовать, показывать (τί τινος Lys., Dem., NT, Plut. и [[κατά]] τινος Dem.): τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα [[λαβεῖν]]; Dem. кто показывает против меня, будто я брал взятки?; [[ψευδῆ]] τινος κ. Dem. ложно свидетельствовать против кого-л.; ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Isae. то, что показывают против него; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]] Aeschin. уличенный собственной своей жизнью. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A bear witness against, τινος Antipho 2.4.10, D.19.120, 29.9, Mitteis Chr.31v33 (ii B.C.), etc.; κατά τινος D.28.3, etc.: c. acc. rei, ψευδῆ κ. τινός Id.45.46 (Docum.), 29.2, Is.5.12, cf. Ev.Matt.26.62: abs., αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει Lys.13.28:—Pass., have evidence given against one, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς Antipho2.4.7; κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ to be convicted, Aeschin. 1.90. 2 Pass., of evidence, to be given against one, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Is.5.25, cf. 6.15: abs., D.29.55. II assert concerning, οὐδὲν κ. τῶν οὐ παρόντων Plot.5.5.13. III Astrol., exercise malign influence over, 'aspect', Vett.Val.104.2.
German (Pape)
[Seite 1362] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' ἀλλήλων καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται αὐτοῦ, was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαρτῠρέω: μαρτυρῶ, φέρω μαρτυρίαν ἐναντίον τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., μαρτυρία δίδοται ἐναντίον μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ μαρτυρία ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, αὐτὸς ὁ βίος του εἶναι μαρτυρία ἐναντίον του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται ἐναντίον τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 porter témoignage contre : τινος contre qqn;
2 Pass. être accablé par des témoignages.
Étymologie: κατά, μαρτυρέω.
English (Strong)
from κατά and μαρτυρέω; to testify against: witness against.
English (Thayer)
καταμαρτύρω; to bear witness against: τί τίνος, testify a thing against one (Buttmann, 165 (144), cf. 178 (154)), R G in Job 15:6; among Greek writings especially by the Attic orators.)
Greek Monotonic
καταμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
1. μαρτυρώ εναντίον, τινός ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν, σε Δημ. — Παθ., δίνεται μαρτυρία εναντίον μου, στον ίδ.
2. Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική κατάθεση η οποία δίνεται εναντίον κάποιου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καταμαρτῠρέω: (против кого-л.) давать свидетельские показания, свидетельствовать, показывать (τί τινος Lys., Dem., NT, Plut. и κατά τινος Dem.): τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; Dem. кто показывает против меня, будто я брал взятки?; ψευδῆ τινος κ. Dem. ложно свидетельствовать против кого-л.; ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Isae. то, что показывают против него; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ Aeschin. уличенный собственной своей жизнью.