λιβρός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λιβρός:''' -ά, -όν ([[λείβω]]), [[υγρός]], αυτός που στάζει απ' την [[υγρασία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λιβρός:''' -ά, -όν ([[λείβω]]), [[υγρός]], αυτός που στάζει απ' την [[υγρασία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λιβρός:''' капающий, струящийся ([[ὀλός]] Anth.).
}}
}}