ξηρασία: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξερασία]], η (ΑΜ [[ξηρασία]], Α ιων. τ. ξηρασίη)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ανομβρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[έλλειψη]] επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή [[διαταραχή]] στον υδρολογικό κύκλο και στο [[ισοζύγιο]] τών υδάτων, με [[συνέπεια]] τη [[λειψυδρία]], την [[καταστροφή]] τών καλλιεργειών, την [[ξήρανση]] τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη [[βλάστηση]], στην [[παραγωγή]], στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξηρασία]] ατμοσφαιρική»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ξηρασία]] που χαρακτηρίζεται από [[μείωση]] της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή [[θερμοκρασία]]<br />β) «[[ξηρασία]] εδαφική» — προοδευτική [[ξήρανση]] του εδάφους λόγω ανομβρίας<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[νόσος]] τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την [[ανάπτυξη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξήρανση]], [[στέγνωμα]]<br /><b>2.</b> [[ξηρότητα]]<br /><b>3.</b> το να διατηρεί [[κανείς]] [[κάτι]] ξηρό, στεγνό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξηρασίαν λαμβάνειν» — [[αποξήρανση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξηρασ</i>- του [[ξηραίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἐ</i>-<i>ξήρασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[υγραίνω]]: [[υγρασία]])]. | |mltxt=και [[ξερασία]], η (ΑΜ [[ξηρασία]], Α ιων. τ. ξηρασίη)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ανομβρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[έλλειψη]] επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή [[διαταραχή]] στον υδρολογικό κύκλο και στο [[ισοζύγιο]] τών υδάτων, με [[συνέπεια]] τη [[λειψυδρία]], την [[καταστροφή]] τών καλλιεργειών, την [[ξήρανση]] τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη [[βλάστηση]], στην [[παραγωγή]], στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξηρασία]] ατμοσφαιρική»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ξηρασία]] που χαρακτηρίζεται από [[μείωση]] της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή [[θερμοκρασία]]<br />β) «[[ξηρασία]] εδαφική» — προοδευτική [[ξήρανση]] του εδάφους λόγω ανομβρίας<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[νόσος]] τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την [[ανάπτυξη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξήρανση]], [[στέγνωμα]]<br /><b>2.</b> [[ξηρότητα]]<br /><b>3.</b> το να διατηρεί [[κανείς]] [[κάτι]] ξηρό, στεγνό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξηρασίαν λαμβάνειν» — [[αποξήρανση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξηρασ</i>- του [[ξηραίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἐ</i>-<i>ξήρασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[υγραίνω]]: [[υγρασία]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξηρασία:''' ἡ<b class="num">1)</b> высушивание, просушивание Arst.;<br /><b class="num">2)</b> сухость Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A desiccation, Hp. Morb.1.18, Antiph.231.7, Arist.Mete.384a11 ; keeping dry, Thphr. HP7.2.2 ; drying of hay, PTeb.441(i A.D.), etc. 2 dryness, τοῦ περιέχοντος Str.2.3.7; τοῦ καυλοῦ Dsc.2.142, cf. LXX Jd.6.37 ; ξηρασίαν λαμβάνειν become dry, Agatharch.34. 3 drought, Gp.1.8.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 279] ἡ, Trockenheit, Dürre; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ξηρασία, ἀνομβρία, αὐχμός, «ξεραΐλα», Ἱππ. 453, 49, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 10. ΙΙ. τὸ ξηραίνειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, Μετεωρ. 4. 7, 6.
Greek Monolingual
και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη)
νεοελλ.-μσν.
ανομβρία
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με συνέπεια τη λειψυδρία, την καταστροφή τών καλλιεργειών, την ξήρανση τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη βλάστηση, στην παραγωγή, στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης
2. φρ. α) «ξηρασία ατμοσφαιρική»
(μετεωρ.) ξηρασία που χαρακτηρίζεται από μείωση της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή θερμοκρασία
β) «ξηρασία εδαφική» — προοδευτική ξήρανση του εδάφους λόγω ανομβρίας
3. ιατρ. νόσος τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την ανάπτυξη τους
αρχ.
1. ξήρανση, στέγνωμα
2. ξηρότητα
3. το να διατηρεί κανείς κάτι ξηρό, στεγνό
4. φρ. «ξηρασίαν λαμβάνειν» — αποξήρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ- του ξηραίνω (πρβλ. παρακμ. ἐ-ξήρασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. υγραίνω: υγρασία)].
Russian (Dvoretsky)
ξηρασία: ἡ1) высушивание, просушивание Arst.;
2) сухость Arst.