ὀρυκτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρυκτός:''' -ή, -όν ([[ὀρύσσω]]), αυτός που έχει προέλθει από [[σκάψιμο]], [[σκαπτός]], σε αντίθ. προς τη [[φυσική]] δίοδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''ὀρυκτός:''' -ή, -όν ([[ὀρύσσω]]), αυτός που έχει προέλθει από [[σκάψιμο]], [[σκαπτός]], σε αντίθ. προς τη [[φυσική]] δίοδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρυκτός:''' <b class="num">1)</b> вырытый в земле, выкопанный ([[τάφρος]] Hom., Xen.; [[τάφος]] Eur.; [[ἀποθήκη]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вырытый из земли, добытый или добываемый рытьем ([[χρυσός]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρυκτός Medium diacritics: ὀρυκτός Low diacritics: ορυκτός Capitals: ΟΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: oryktós Transliteration B: oryktos Transliteration C: oryktos Beta Code: o)rukto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dug, formed by digging, τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν Il.8.179, al., cf. X.An.1.7.14; opp. a natural channel, στόματα, opp.ἰθαγενέα, Hdt.2.17 ; λίμνη ib.149; τάφος E.Tr.1153 ; εἴσοδοι X.An.4.5.25 ; ἀποθῆκαι ὀ. ὑπόγειοι Plu.2.770e.    II dug out, quarried, of stone or metal, τὰ ὀ., opp. τὰ μεταλλευτά, Arist.Mete.378a20; ὀ. χρυσός Plb.34.10.10 ; ἅλες Gal.11.694 ; ἅλς Dsc.5.109 ; ἰχθῦς ὀ. fish taken by digging in sand, such as sand-eels, Arist.Mir.835b16, Thphr. Fr.171.7, cf. Ath.8.331c, Archestr.Fr.22.

German (Pape)

[Seite 388] gegraben; τάφρος, Il. 16, 369, öfter in derselben Vrbdg; τάφος, Eur. Troad. 1153; ὀρυκτὴ τάφρος, Xen. An. 1, 7, 14; Sp., χρυσός, durch Bergbau gewonnenes Gold, Pol. 34, 10, 10, ἰχθῦς, fossile Fische, Ath. VII, 331, vgl. auch 325 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρυκτός: -ή, -όν, ἐσκαμμένος, διὰ σκαφῆς σχηματισθείς, τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτὴν Ἰλ. Θ. 179, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντιθ. πρὸς φυσικὸν ὀχετόν, Ἡρόδ. 2. 17, 149, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 14· τάφος Εὐρ. Τρῳ. 1153· εἴσοδος Ξεν. Ἀν. 4. 5. 25· ἀποθῆκαι ὀρ. ὑπόγειοι Πλούτ. 2. 770Ε. ΙΙ. ὁ ἐκσκαφείς, διὰ σκαφῆς λαμβανόμενος, ἐπὶ λίθων ἢ μετάλλων, τὰ ὀρυκτά, ἐναντίον πρὸς τὰ μεταλλευτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10· ὀρ. χρυσὸς Πολύβ. 34. 10, 10· ἅλες Διοσκ. 5. 126· ἰχθῦς ὀρ., ἰχθύες τινὲς λαμβανόμενοι ἀνασκαπτομένης τῆς ἄμμου, εἶδος ἐγχέλεων τῆς ἄμμου, (εὑρίσκονται ὀρυττόμενοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 11), ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 73, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 7, πρβλ. Ἀθήν. 331C, 326Ϝ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 creusé;
2 tiré de la terre, minéral, fossile.
Étymologie: ὀρύττω.

English (Autenrieth)

(ὀρύσσω): dug. (Il.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρυκτός, -ή, -όν) ορύσσω
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.)
2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν παρασκευάζεται με χημικές ή άλλες μεθόδους («ορυκτό άλας»)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει απολιθωθεί και διατηρείται μέσα στα πετρώματα της γης
2. το ουδ. ως ουσ. το ορυκτό βλ. ορυκτό
3. φρ. «ορυκτός πλούτος» — το σύνολο τών ορυκτών του υπεδάφους μιας χώρας
αρχ.
1. αυτός που έγινε με ανόρυξη, που συντελέστηκε με εκσκαφή («τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ἰχθύες ὀρυκτοί» — είδος ψαριών, χελιών, που ζουν κάτω από την επιφάνεια του βυθού της θάλασσας, μέσα σε αμμώδη λάσπη.

Greek Monotonic

ὀρυκτός: -ή, -όν (ὀρύσσω), αυτός που έχει προέλθει από σκάψιμο, σκαπτός, σε αντίθ. προς τη φυσική δίοδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρυκτός: 1) вырытый в земле, выкопанный (τάφρος Hom., Xen.; τάφος Eur.; ἀποθήκη Plut.);
2) вырытый из земли, добытый или добываемый рытьем (χρυσός Polyb.).