παριππεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παριππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διέρχομαι]] [[έφιππος]], <i>πόντον</i>, σε Ευρ.· [[ιππεύω]] παραπλεύρως, σε Θουκ.
|lsmtext='''παριππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διέρχομαι]] [[έφιππος]], <i>πόντον</i>, σε Ευρ.· [[ιππεύω]] παραπλεύρως, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παριππεύω:''' <b class="num">1)</b> проезжать на конях (πόντον Eur. - о Диоскурах): οἱ Συρακόσιοι παριππεύοντες Thuc. сиракузская конница;<br /><b class="num">2)</b> подъезжать верхом (ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως Polyb.).
}}
}}

Revision as of 01:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παριππεύω Medium diacritics: παριππεύω Low diacritics: παριππεύω Capitals: ΠΑΡΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: parippeúō Transliteration B: parippeuō Transliteration C: parippeyo Beta Code: parippeu/w

English (LSJ)

   A ride along or over, πόντον E. Hel.1665 ; ride alongside, Th.7.78, Plb.5.83.7, Luc.Par. 61 ; ride past, Arr.Tact.37.1, 40.5.    2 ride up to, ἐπὶ τὰ μέσα Plb. 3.116.3.    3 pass by, δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους Eub.77.    4 surpass, Philostr.VS1.24.9.

German (Pape)

[Seite 523] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

παριππεύω: ἱππεύω ὑπεράνω, διέρχομαι ἔφιππος, πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· ἱππεύω παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) ἱππεύω μέχρι τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., διέρχομαι τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, Βυζ. 4) παρέρχομαι, παραλείπω, παραμελῶ, Κύριλλ. II. παρέρχομαι, καὶ καθόλου ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».

French (Bailly abrégé)

aller à cheval le long de ou au delà de.
Étymologie: παρά, ἱππεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου
μσν.-αρχ.
(ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου
β) παραλείπω, παραμελώ
αρχ.
1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι
2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος
3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω
4. υπερβαίνω, υπερτερώ, ξεπερνώ («δεινὸν παριππεῡσαι Κυπρίους ἄρτους», Εύβουλ.)
5. ιππεύω μέχρι ένα σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἱππεύω (< ἴππος)].

Greek Monotonic

παριππεύω: μέλ. -σω, διέρχομαι έφιππος, πόντον, σε Ευρ.· ιππεύω παραπλεύρως, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παριππεύω: 1) проезжать на конях (πόντον Eur. - о Диоскурах): οἱ Συρακόσιοι παριππεύοντες Thuc. сиракузская конница;
2) подъезжать верхом (ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως Polyb.).