Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προλοχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]] εκ των προτέρων — Παθ., <i>αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι</i>, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από [[πριν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περικλείω]] με ενέδρες, στον ίδ.
|lsmtext='''προλοχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]] εκ των προτέρων — Παθ., <i>αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι</i>, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από [[πριν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περικλείω]] με ενέδρες, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προλοχίζω:''' <b class="num">1)</b> заранее занимать засадами (τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Thuc.; τὴν ὁδόν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о засаде) заранее устраивать (αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Thuc.).
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλοχίζω Medium diacritics: προλοχίζω Low diacritics: προλοχίζω Capitals: ΠΡΟΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: prolochízō Transliteration B: prolochizō Transliteration C: prolochizo Beta Code: proloxi/zw

English (LSJ)

   A lay an ambuscade beforehand, J.BJ1.4.4, 4.9.8 (s.v.l.): c. acc. cogn., π. τινὰς ἐνέδρας Hld.6.13:—Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the ambush that had before been laid, Th.3.112; but also προλοχίζοιντο αἱ νύκτες ὑπὸ τῶν βαρβάρων J.BJ1.13.4 (dub. l.).    2 place men in ambuscade, Id.AJ5.2.11, BJ1.2.2.    II beset with an ambuscade, πέμπει . . τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Th.3.110, cf. Plu.Sert.13; also π. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Th.2.81.

German (Pape)

[Seite 733] vorher einen Hinterhalt legen; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις, Thuc. 2, 81; αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι, 3, 112; ἐνέδρας, Heliod. 6, 13; auch τὴν ὁδόν, Thuc. 3, 110; Plut. Sert. 13, vorher auf dem Wege einen Hinterhalt legen; vgl. Achill. Tat. 2, 18 u. daselbst Jac.

Greek (Liddell-Scott)

προλοχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στήνω ἐνέδραν ἐκ τῶν προτέρων, μετὰ συστοίχ. αἰτ., προλοχίζουσί τινας ἐνέδρας Ἡλιόδ. 6. 13· ― Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Θουκ. 3. 112. 2) τοπθετῶ ἄνδρας εἰς ἐνέδραν πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 2. ΙΙ. προκαταλαμβάνω μέρος τι καὶ στήνω ἐκεῖ ἐνέδρας, πέμπει... τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Θουκ. 3. 110, πρβλ. Πλουτ. Σερτώρ. 13· ὡσαύτως πρ. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Θουκ. 2. 81.

French (Bailly abrégé)

f. att. προλοχιῶ;
1 garnir d’embuscades auparavant : τὰς ὁδούς THC dresser d’avance une embuscade sur une route;
2 tendre d’avance une embuscade.
Étymologie: πρό, λοχίζω.

Greek Monolingual

Α
1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.)
2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως
3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ.)
4. φρ. «ἡ νὺξ προλοχίζεται ὑπό τινος» — στήνονται εκ τών προτέρων ενέδρες κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λοχίζω «στήνω ενέδρα, παραφυλάω»].

Greek Monotonic

προλοχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. στήνω ενέδρα εκ των προτέρων — Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από πριν, σε Θουκ.
II. περικλείω με ενέδρες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προλοχίζω: 1) заранее занимать засадами (τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Thuc.; τὴν ὁδόν Plut.);
2) (о засаде) заранее устраивать (αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Thuc.).