Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφένδαμνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφένδαμνος:''' ὁ, όνομα δένδρου, σφεντάμνι ή [[σφένδαμνος]], Λατ. [[acer]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''σφένδαμνος:''' ὁ, όνομα δένδρου, σφεντάμνι ή [[σφένδαμνος]], Λατ. [[acer]], σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφένδαμνος:''' ἡ клен (ср. [[σφενδάμνινος]]).
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφένδαμνος Medium diacritics: σφένδαμνος Low diacritics: σφένδαμνος Capitals: ΣΦΕΝΔΑΜΝΟΣ
Transliteration A: sphéndamnos Transliteration B: sphendamnos Transliteration C: sfendamnos Beta Code: sfe/ndamnos

English (LSJ)

ἡ,

   A Olympian maple, Acer monspessulan im, Thphr. HP3.3.1 (cj.), 3.11.1, Dicaearch.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

σφένδαμνος: ἡ, ὄνομα δένδρου, κοινῶς «σφεδάμνι», Λατιν. aecr, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 1, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
érable, arbre.
Étymologie: DELG pê apparenté à σφενδόνη.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σφένδαμνος και σφένδαμος, ο, Ν
βοτ. ελληνική ονομασία ειδών του γένους άκερ και, κατ' επέκταση, ολόκληρου του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -αμνον πιθ. αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. δίκτ-αμνον, ῥάδαμνος). Η λ. ωστόσο έχει συνδεθεί με το θ. του σφενδ-όνη, λόγω της ελαφράς κίνησης του πλούσιου φυλλώματος του φυτού. Κατ' άλλη άποψη, ο βυζ. τ. άσφένδαμνος θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι το όνομα του φυτού σχηματίστηκε από το τοπωνύμιο Ἄσπενδος (πρβλ. και τον τ. του Ησυχίου σπένδαμνον), όπως και το δίκταμνον σχηματίστηκε πιθ. από το όνομα του όρους Δίκτη].

Greek Monotonic

σφένδαμνος: ὁ, όνομα δένδρου, σφεντάμνι ή σφένδαμνος, Λατ. acer, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

σφένδαμνος: ἡ клен (ср. σφενδάμνινος).