φωλάς: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φωλάς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = <i>φωλεύουσα</i>, αυτή που διαμένει σε [[τρύπα]], σε Ανθ.· λέγεται για την [[αρκούδα]], αυτή διαμένει ναρκωμένη μέσα στη [[σπηλιά]] της, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> γεμάτη με κρυψώνες, σε Βάβρ. | |lsmtext='''φωλάς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = <i>φωλεύουσα</i>, αυτή που διαμένει σε [[τρύπα]], σε Ανθ.· λέγεται για την [[αρκούδα]], αυτή διαμένει ναρκωμένη μέσα στη [[σπηλιά]] της, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> γεμάτη με κρυψώνες, σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φωλάς:''' άδος adj. f живущая в норе, прячущаяся в пещере ([[ἄρκτος]] Theocr.; [[σίλφη]], [[ἀραχναίη]] Anth.): φ. κοιτή Babr. подземное логовище; [[ἄγκυρα]] φ. Anth. зарывшийся в землю якорь; φ. [[παρθενική]] Anth. публичная женщина. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 1 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A lurking in a hole, ἀραχναίη, σίλφη, AP9.233 (Eryc.), 251 (Even.), etc.: of the bear, lying torpid in its cave, Theoc.1.115, Hymn.Is.46; metaph., of a shy maiden (opp. πόρνη), φωλάδα παρθενικήν AP11.34 (Phld.); ἀγκύρας φωλάδας, of anchors buried in the sand, ib.10.2 (Antip.Sid.). 2 as Subst., a mollusc that makes holes in stones, Lithodomus, Ath. 3.88a: Hsch. has φωλαΐδες, from a confusion of φωλάδες and φωλίδες. II full of holes or lurking places, πέτρη Nonn.D.1.163; ὕλη 6.270, 22.116; ἔκθορε φωλάδος κοίτης, of a lion, Babr.82.3. III φωλάς· εἶδος νόσου (i.e. = φωλεία 1), Suid.
German (Pape)
[Seite 1321] άδος, ἡ, = φωλεύουσα, im Lager, Hinterhalt liegend, sich versteckt haltend, auflauernd, Höhlen oder Schlupfwinkel habend, in welchen man sich verbergen kann; σίλφη Euen. 16 (IX, 251); παρθενικὴ φωλάς Philodem. 22 (XI, 34); ἀραχναίη Eryc. 9 (IX, 233); ἄρκτος Theocr. 1, 115, den Winterschlaf haltend. Auch κοίτη, Babr. 82, 3. – Als substant. eine Schnecken- oder Muschelart, Hices. bei Ath. III, 88 a.
Greek (Liddell-Scott)
φωλάς: -άδος, ἡ, = φωλεύουσα, διαμένουσα ἐν φωλεᾷ ἢ ὀπῇ, Ἀνθ. Παλατ. 9. 233, 251, κλπ.· ἐπὶ τῆς ἄρκτου διαμενούσης ἐν νάρκῃ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου αὐτῆς, Θεόκρ. 1. 115· μεταφ. ἐπὶ πόρνης, φωλάδα παρθενικὴν Ἀνθ. Παλατ. 11. 34· ἀγκύρας φωλάδας, ἐπὶ ἀγκυρῶν κεχωσμένων ἐντὸς τῆς ἄμμου, αὐτόθι 10. 2. 2) ὡς οὐσιαστ., θαλάσσιόν τι ζῷον ἐκ τοῦ εἴδους τῶν μαλακίων, ὃ ἀνοίγει ὀπὰς ἐν λίθοις, Lithodomus κατὰ Cuvier, Ἀθήν. 88Α, Ἡσύχ. ΙΙ. πλήρης ὀπῶν ἢ φωλεῶν, πέτρη, ὕλη Νόνν.· ἔκθορε φωλάδος κοίτης, ἐπὶ λέοντος, Βαβρ. 82. 3. ΙΙΙ. = φωλεία, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
situé dans une cavité.
Étymologie: φωλεός.
Greek Monolingual
-άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν
ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν χωμένα μέσα σε μαλακούς βράχους, σε τύρφη, σε ξύλο, σε συμπαγή λάσπη ή σε άλλα όστρακα
νεοελλ.
1. ζωολ. το λιθώδες τμήμα της μεμβράνης η οποία περιβάλλει τους πολύποδες τών κοραλλιών
2. σωρεία ή αποικία πολλών πολυπόδων
μσν.-αρχ.
(με σημ. επιθ.)
1. (για ζώο) αυτή που παραμένει κρυμμένη μέσα σε φωλιά («φωλάδες άρκτοι» — αρκούδες που βρίσκονται σε κατάσταση χειμέριας νάρκης μέσα σε σπήλαια, Θεόκρ.)
2. γεμάτη οπές ή φωλιές («φωλὰς πέτρη», Νόνν.)
αρχ.
1. μτφ. ντροπαλό κορίτσι («συζεύξατέ μοι φωλάδα παρθενικήν», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) χειμέρια νάρκη, φωλεία
3. φρ. «ἀγκύρας φωλάδας» — άγκυρες χωμένες μέσα στην άμμο (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλ-εός / φωλ-εά + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς). Ο τ. φολάς της Νέας Ελληνικής αποτελεί εσφ. μεταφορά του αντιδάνειου επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. phōlas].
Greek Monotonic
φωλάς: -άδος, ἡ,
I. = φωλεύουσα, αυτή που διαμένει σε τρύπα, σε Ανθ.· λέγεται για την αρκούδα, αυτή διαμένει ναρκωμένη μέσα στη σπηλιά της, σε Θεόκρ.
II. γεμάτη με κρυψώνες, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
φωλάς: άδος adj. f живущая в норе, прячущаяся в пещере (ἄρκτος Theocr.; σίλφη, ἀραχναίη Anth.): φ. κοιτή Babr. подземное логовище; ἄγκυρα φ. Anth. зарывшийся в землю якорь; φ. παρθενική Anth. публичная женщина.