παυσάνεμος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παυσάνεμος:''' (ᾰν) унимающий ветры ([[θυσία]] Aesch.). | |elrutext='''παυσάνεμος:''' (ᾰν) унимающий ветры ([[θυσία]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παυσάνεμος -ον [παύω, ἄνεμος] de wind tot bedaren brengend. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A stilling the wind, θυσία A. Ag. 215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 537] den Wind stillend oder beruhigend, θυσία, Aesch. Ag. 222.
Greek (Liddell-Scott)
παυσάνεμος: -ον, ὁ τοὺς ἀνέμους καταπαύων, παυσάνεμον θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 215.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise le vent.
Étymologie: παύω, ἄνεμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
παυσάνεμος: αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, θυσία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παυσάνεμος: (ᾰν) унимающий ветры (θυσία Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυσάνεμος -ον [παύω, ἄνεμος] de wind tot bedaren brengend.