σύμμορφος: Difference between revisions
(4) |
(nl) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύμμορφος:''' похожий с виду или лицом (τινος и τινι NT): [[γρᾶες]] καὶ θεραπαινίδων ὁ σ. [[ὄχλος]] Luc. старухи и толпа похожих на них служанок. | |elrutext='''σύμμορφος:''' похожий с виду или лицом (τινος и τινι NT): [[γρᾶες]] καὶ θεραπαινίδων ὁ σ. [[ὄχλος]] Luc. старухи и толпа похожих на них служанок. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμμορφος -ον [σύν, μορφή] gelijkvormig (aan), lijkend (op); met dat., met gen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of the same shape as, τινι Nic.Th.321, cf. Ep.Phil.3.21; τινος Ep.Rom. 8.29: abs., similar, Luc.Am.39.
German (Pape)
[Seite 983] von gleicher, ähnlicher Gestalt, der Gestalt nach ähnlich, τινί; Nic. Ther. 321; Luc. amor. 29.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμορφος: -ον, ὁμοιόμορφος πρός τινα, Νικ. Θηρ. 321, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 21· τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 29· ἀπολ., ὅμοις, παρόμοιος, Λουκ. Ἔρωτ. 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de même forme que, conforme à, τινι.
Étymologie: σύν, μορφή.
English (Strong)
from σύν and μορφή; jointly formed, i.e. (figuratively) similar: conformed to, fashioned like unto.
English (Thayer)
σύμμορφον (σύν and μορφή) having the same form as another (cf. σύν, II:1) (Vulg. conformis, configuratus); similar, conformed to (Lucian, amor. 39): τίνος (cf. Matthiae, § 379, p. 864; (Winer s Grammar, 195 (184); Buttmann, § 132,23)), εἰκών, a.); τίνι (Nicander, th. 321), Tdf. συνμορφος); cf. Winer's Grammar, 624 (580)).
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμμορφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «σύμμορφη απεικόνιση»
μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες
μσν.
σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
2. παρόμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἔμ-μορφος].
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμμορφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «σύμμορφη απεικόνιση»
μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες
μσν.
σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
2. παρόμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἔμ-μορφος].
Greek Monotonic
σύμμορφος: -ον (μορφή), αυτός που παρουσιάζει ομοιομορφία με, ομοιόσχημος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σύμμορφος: похожий с виду или лицом (τινος и τινι NT): γρᾶες καὶ θεραπαινίδων ὁ σ. ὄχλος Luc. старухи и толпа похожих на них служанок.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμμορφος -ον [σύν, μορφή] gelijkvormig (aan), lijkend (op); met dat., met gen.