νηλής: Difference between revisions
(3b) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νηλής:''' стяж. = [[νηλεής]]. | |elrutext='''νηλής:''' стяж. = [[νηλεής]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">without compassion, pitiless</b>; also [[unescapable]], [[unavoidable]] (in <b class="b3">νηλεες ἦμαρ</b> a.o.).<br />Other forms: <b class="b3">-εές</b> (ep. poet. Il.); metr. lengthened <b class="b3">νηλειής</b>, <b class="b3">-ειές</b> (Hes. Th. 770 a. h. Ven. 245 [verse-begin], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)<br />Compounds: As 1. member a.o. in <b class="b3">νηλεό-ποινος</b> <b class="b2">punishing pitilessly</b> (Hes.).<br />Origin: IE [Indo-European] [???] <b class="b2">*n̥-h₁leu̯-es-</b> [[pitiless]]<br />Etymology: In the sense of <b class="b2">without pity</b> from the negation <b class="b2">*n̥</b> and <b class="b3">ἔλεος</b> (< <b class="b2">*h₁leu̯os</b>, s.v.) or <b class="b3">ἐλεέω</b>; as [[unescapable]] from <b class="b3">ἀλέομαι</b> < <b class="b2">*h₂leu̯-</b> (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). S. Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). -- The PN <b class="b3">Νηλεύς</b> (Hom.) is often connected ("the one without pity" as god of death?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058), but the name is rather Pre-Greek. Quite uncertain hypotheses on pre-gr. origin in Bosshardt 133 and Lombardo Ist. Lomb. 91, 248. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 3 January 2019
English (LSJ)
ές, Ep. neut. νηλεές; Ep. also νηλειής, ές, Hes.Th.770, h.Ven.245, A.R.4.476: (νη-, ἔλεος):—poet. Adj. (in Prose sts. ἀνηλεής, q.v.)
A pitiless, ruthless, Il.9.632; νηλέϊ χαλκῷ with ruthless blade, 3.292, al.; νηλέϊ δεσμῷ 10.443; ν. θυμὸν ἔχοντες a resolute or dogged spirit, 19.229; νηλέϊ ὕπνῳ relentless sleep, which has exposed the sleeper to ill, Od.12.372; ν. ἦμαρ, i.e. the day of death, Il.11.484, Od.9.17, etc.; ν. ἦτορ Il.9.497; νηλέα νόον Φάλαριν Pi.P.1.95; νηλεεῖ νόῳ Id.Fr.177; ν. σὺ καὶ θράσους πλέως A.Pr.42; ν . . . ὅστις ἱκτῆρας ἐκθύει E.Cyc.369 (lyr.). Adv. -εῶς A.Pr.242; Ep. -ειῶς A.R. 2.626, IG5(1).733 (Sparta). II Pass., unpitied, ἔκειτο νηλεὲς . . σῶμα S.Ant.1197; νηλέα δὲ γένεθλα . . κεῖται Id.OT180 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
νηλής: -ές, Ἐπικ. οὐδ. νηλεές· Ἐπικ. ὡσαύτως νηλειής, ές, Ἡσ. Θεογ. 770, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 246· (νή-, ἔλεος)· - ποιητ. ἐπίθετ. (παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐνίοτε ἀνηλεής, -εῶς), ἀνηλεής, σκληρός, ἄσπλαγχνος, νηλὴς Ἰλ. Ι. 632 (628)· νηλέϊ χαλκῷ, ἀνηλεεῖ σιδήρῳ συχν. παρ’ Ὁμ.· νηλέϊ δεσμῷ Ἰλ. Ι. 443· νηλέα θυμὸν ἔχοντας, ἀνηλεῆ, σκληρὰν ψυχὴν ἔχοντας, Τ. 229· νηλέϊ ὕπνῳ, ἀπηνεῖ ὕπνῳ, καθ’ ὃν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκτεθειμένος εἰς πολλοὺς κινδύνους, Ὀδ. Μ. 372· νηλεὲς ἦμαρ, ἡ τοῦ θανάτου ἡμέρα, Ἰλ. Λ. 484, Ὀδ. Ι. 17, κτλ.· νηλεὲς ἦτορ Ἰλ. Ι. 497· οὕτω παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς, νηλεεῖ νόσῳ Πινδ. Ἀποσπ. 168· νηλὴς σὺ καὶ θράσους πλέως Αἰσχύλ. Τρ. 42· νηλής... ὅστις ἱκτῆρας ἐκθύει Εὐρ. Κύκλ. 369. - Ἐπίρρ. νηλεῶς Αἰσχύλ. Πρ. 240· Ἐπικ. -ειῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 626, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 476. 7. ΙΙ. Παθ., ὃν δὲν λυπεῖται, ὃν δὲν οἰκτίρει τις, ἔκειτο νηλεές... σῶμα Σοφ. Ἀντ. 1197· νηλέα δὲ γένεθλα... κεῖται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 180 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 73.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νηλεής.
English (Autenrieth)
(νη-, ἔλεος): pitiless, ruthless, relentless; of persons, and often fig., θῦμός, ἦτορ, δεσμός, νηλεὲς ἦμαρ, ‘day of death’; ὕπνος, of a sleep productive of disastrous consequences, Od. 12.372.
see νηλεής.
English (Slater)
νηλής, νηλεής
1 pitiless τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν (P. 1.95) νηλὴς γυνά Klytaimnestra (P. 11.22) νηλεεῖ νόῳ δ fr. 177e.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
νηλής: -ές, Επικ. ουδ. νηλεές (όπως αν προερχόταν από το νηλεής), Επικ. επίσης νηλειής, -ὲς (νή-, ἔλεος)·
I. ανελέητος, σκληρός, άσπλαχνος, σε Ομήρ. Ιλ.· νηλέϊ χαλκῷ, με άκαμπτο ατσάλι, σκληρό σίδηρο, σε Όμηρ.· νηλέϊὕπνῳ, λέγεται για αμείλικτο ύπνο, που εκθέτει τους ανθρώπους στην αρρώστια και γενικά σε κινδύνους χωρίς τη δυνατότητα αντίστασης, σε Ομήρ. Οδ.· νηλεὲς ἦμαρ, ημέρα θανάτου, σε Όμηρ.· επίρρ. νηλεῶς, σε Αισχύλ.
II. Παθ., αυτός που δεν έχει γνωρίσει το έλεος κανενός, αυτός τον οποίο δεν λυπάται κανείς, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νηλής: стяж. = νηλεής.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: without compassion, pitiless; also unescapable, unavoidable (in νηλεες ἦμαρ a.o.).
Other forms: -εές (ep. poet. Il.); metr. lengthened νηλειής, -ειές (Hes. Th. 770 a. h. Ven. 245 [verse-begin], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)
Compounds: As 1. member a.o. in νηλεό-ποινος punishing pitilessly (Hes.).
Origin: IE [Indo-European] [???] *n̥-h₁leu̯-es- pitiless
Etymology: In the sense of without pity from the negation *n̥ and ἔλεος (< *h₁leu̯os, s.v.) or ἐλεέω; as unescapable from ἀλέομαι < *h₂leu̯- (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). S. Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). -- The PN Νηλεύς (Hom.) is often connected ("the one without pity" as god of death?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058), but the name is rather Pre-Greek. Quite uncertain hypotheses on pre-gr. origin in Bosshardt 133 and Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.