πηνίκα: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(3b) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηνίκα:''' adv. interr.<br /><b class="num">1)</b> какое время дня (ночи), который час: π. [[μάλιστα]]; Plat. или πηνίκ᾽ ἐστὶ τῆς ἡμέρας; Arph. который, собственно, час?;<br /><b class="num">2)</b> (= [[πότε]]) когда: π. παύσεται; Luc. когда (это) кончится? | |elrutext='''πηνίκα:''' adv. interr.<br /><b class="num">1)</b> какое время дня (ночи), который час: π. [[μάλιστα]]; Plat. или πηνίκ᾽ ἐστὶ τῆς ἡμέρας; Arph. который, собственно, час?;<br /><b class="num">2)</b> (= [[πότε]]) когда: π. παύσεται; Luc. когда (это) кончится? | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adv.<br />Meaning: <b class="b2">when?</b> (Att.)<br />Origin: IE [Indo-European] [644] <b class="b2">*kʷo-</b> <b class="b2">who?</b><br />Etymology: From the interrog. pron. after <b class="b3">ἡνίκα</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:55, 3 January 2019
English (LSJ)
interrog. Adv. correl. to τηνίκα and ἡνίκα,
A at what precise point of time? at what hour? Luc.Sol.5; π. μάλιστα; about what o'clock is it? Pl.Cri.43a, cf. Aeschin.1.9, Plu.Cat.Mi.13; πηνίκ' ἄττα; at about what hour? Ar.Av.1514; in full, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; ib.1498; π. τῆς νυκτός; Anon. ap. Suid. 2 in indirect questions, ἐρωτᾷ π. δεῖπνόν ἐστι Men.367. II generally, for πότε; when? D.18.313, Philostr.VA4.25, Luc.Tim.4, etc. 2 in an indirect question, φυλάττει πηνίκ' ἔσεσθε μεστοί D.18.308.
German (Pape)
[Seite 611] adv., wie an der Zeit? bei den Att. immer in Beziehung auf eine bestimmte Tageszeit, Morgen, Mittag, Abend; πηνίκ' ἐστὶ τῆς ἡμέρας; Ar. Av. 1498; Eccl. 827; Plat. Crit. A. πηνίκα μάλιστα; Folgde, z. B. Luc. soloec. 5; Phryn. p. 49 πηνίκα μὴ εἴπῃς ἀντὶ τοῦ πότε· ἔστι γὰρ ὥρας δηλωτικόν, wo Lob. zu vergleichen.
Greek (Liddell-Scott)
πηνίκα: Ἐπίρρ. ἐρωτηματ. συσχετ. τῶν λέξεων τηνίκα καὶ ἡνίκα, κυρίως κατὰ ποῖον χρονικὸν σημεῖον, κατὰ ποίαν ὥραν; Λατ. quota hora? Λουκ. Σολοικ. 5, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 50, (ἐν ᾧ διὰ τοῦ πότε ἐρωτᾶται καθόλου ὁ χρόνος), πηνίκα μάλιστα· τί ὥρα περίπου εἶναι; Πλάτ. Κρίτων ἐν ἀρχ., πρβλ. Αἰσχίν. 2. 16, Πλούτ. Κάτων Πρεσβύτ. 13· οὕτω, πηνίκ’ ἄττα; κατὰ ποίαν περίπου ὥραν; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1514· πλῆρες: πηνίκ᾿ ἐστὶ τῆς ἡμέρας; αὐτόθι 1498· π. τῆς νυκτός; Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 2) εἰς πλαγίας ἐρωτήσεις, οὐκ ἐρωτᾷ πηνίκα δεῖπνόν ἐστι Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3. ΙΙ. καθόλου ἀντὶ τοῦ πότε; Δημ. 329. 23, Φιλόστρ. 165, Λουκ. Τίμων 4, κτλ. 2) οὕτως εἰς πλαγ. ἐρωτήσεις, φυλάττει πηνίκ᾿ ἔσεσθε μεστοὶ Δημ. 328. 6.
French (Bailly abrégé)
adv. interr.
1 à quelle heure ? πηνίκα μάλιστα ; PLAT quelle heure est-il au plus ?;
2 postér. quand ? à quelle époque ?
Étymologie: *πός, ἡνίκα.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο, πότε ακριβώς («πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», Αριστοφ.)
2. φρ. «πηνίκα μάλιστα;» — τί ώρα περίπου είναι; (Πλάτ.)
3. φρ. «πηνίκ' ἄττα;» — κατά ποια ώρα περίπου; (Αριστοφ.)
4. αντί του πότε; («πηνίκα πεύσεται... παρορώμενα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- της ερωτηματ. αντων. (πρβλ. ποίος, πότερος) + χρον. σύνδ. ἡνίκα «ενώ, όταν»].
Greek Monotonic
πηνίκα: ερωτημ. συσχετ. επίρρ. με τηνίκα και ἡνίκα,
I. κυρίως, σε ποια χρονική στιγμή; σε ποια ώρα; Λατ. quota hora?σε Λουκ.· πηνίκα μάλιστα; περίπου τί ώρα είναι; σε Πλάτ.· ομοίως, πηνίκ' ἄττα; σε Αριστοφ.· πλήρες πηνίκ' ἐστὶ τῆς ἡμέρας; στον ίδ.
II. γενικά, αντί πότε; σε Δημ.· ομοίως, σε πλάγια ερώτηση, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηνίκα [~ πῶς, ἡνίκα] adv. interrog., op welk moment?, hoe laat?:; πηνίκ ’ ἄττα; hoe laat ongeveer? Aristoph. Av. 1514; πηνίκ ’ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας wat is de tijd van de dag? Aristoph. Av. 1498; σύ... πηνίκα λαμπρός; wanneer schitterde jij? Dem. 18.313; indir.. φυλάττει πηνίκ ’ ἔσεσθε μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος hij wacht op het ogenblik dat jullie je buik vol hebben van de man die onafgebroken het woord heeft Dem. 18.308.
Russian (Dvoretsky)
πηνίκα: adv. interr.
1) какое время дня (ночи), который час: π. μάλιστα; Plat. или πηνίκ᾽ ἐστὶ τῆς ἡμέρας; Arph. который, собственно, час?;
2) (= πότε) когда: π. παύσεται; Luc. когда (это) кончится?
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: when? (Att.)
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- who?
Etymology: From the interrog. pron. after ἡνίκα.