στίβη: Difference between revisions
(nl) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], [[πάχνη]] («μή μ' [[ἄμυδις]] [[στίβη]] τε κακὴ καὶ [[θῆλυς]] [[ἐέρση]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- του [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[πιέζω]]» [[αλλά]] εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό -<i>ῑ</i>-, πιθ. εκφραστικό (<b>πρβλ.</b> [[στῖφος]]). Η σημ. της λ. [[στίβη]] «παγωμένη πρωϊνή [[δροσιά]], [[πάχνη]]» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ακαμψία]] την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], όπως και η σημ. του επιθ. [[στιβαρός]] «[[συμπαγής]]» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. [[στείβω]] «[[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], [[πάχνη]] («μή μ' [[ἄμυδις]] [[στίβη]] τε κακὴ καὶ [[θῆλυς]] [[ἐέρση]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- του [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[πιέζω]]» [[αλλά]] εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό -<i>ῑ</i>-, πιθ. εκφραστικό (<b>πρβλ.</b> [[στῖφος]]). Η σημ. της λ. [[στίβη]] «παγωμένη πρωϊνή [[δροσιά]], [[πάχνη]]» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ακαμψία]] την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], όπως και η σημ. του επιθ. [[στιβαρός]] «[[συμπαγής]]» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. [[στείβω]] «[[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />το [[στίμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>στῖβι</i>, με [[αλλαγή]] γένους]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:58, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,= στίμμι, Phryn.PSp.118 B., AB114. II στιβή, ἡ,= stipa, Gloss. (fort. στοιβή,= stuppa).
στίβ-η [ῑ], ἡ,
A rime, hoar frost, Od.5.467, 17.25, Call.Epigr.33. (Perh. cogn. with στέαρ.) II= ἀνδράχνη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, 1) der gefrorene Thau, der Reif, bes. Morgenreif od. -frost, ὑπηοίη, Od. 17. 25. 5, 467 (von στείβω, wie πάγος, πάχνη von πήγνυμι). – 2) = στίβι, B. A. 68. 114, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
στίβη: [ῑ], ἡ, πεπηγυῖα δρόσος, πάχνη, Ὀδ. Ε. 467, Ρ. 25, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32. (Πιθαν. ἐκ τοῦ στείβω, ὡς τὸ πάγος, πάχνη, ἐκ τοῦ πήγνυμι).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gelée blanche.
Étymologie: στείβω.
English (Autenrieth)
(στει<<><>>βω): rime, hoar-frost, Od. 5.467 and Od. 17.25.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ' ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- του στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό -ῑ-, πιθ. εκφραστικό (πρβλ. στῖφος). Η σημ. της λ. στίβη «παγωμένη πρωϊνή δροσιά, πάχνη» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ακαμψία την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή δροσιά, όπως και η σημ. του επιθ. στιβαρός «συμπαγής» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. στείβω «συμπιέζω, συμπυκνώνω»].
(II)
ἡ, Α
το στίμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του στῖβι, με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
στίβη: [ῑ], ἡ (στείβω;), παγωμένη δροσοσταλίδα, πάχνη, παγετός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
στίβη: (ῑ) ἡ иней, изморозь Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στίβη -ης, ἡ [~ στείβω] vrieskou, vorst:. μή μ ( ε )... στίβη... κακὴ... δαμάσῃ als de bittere kou me maar niet fataal wordt Od. 5.467.