ἀνανδρία: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνανδρία:''' Luc. ἀνανδρηΐη ἡ<br /><b class="num">1)</b> отсутствие мужества, малодушие, тж. робость, трусость Aesch., Eur., Thuc., Isocr., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> оскопление, скопчество Luc.;<br /><b class="num">3)</b> женское безбрачие (девичество или вдовство) Plut.
|elrutext='''ἀνανδρία:''' Luc. ἀνανδρηΐη ἡ<br /><b class="num">1)</b> отсутствие мужества, малодушие, тж. робость, трусость Aesch., Eur., Thuc., Isocr., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> оскопление, скопчество Luc.;<br /><b class="num">3)</b> женское безбрачие (девичество или вдовство) Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[ἄνανδρος]]<br /><b class="num">1.</b> [[want]] of [[manhood]], Eur., Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[unmanliness]], [[cowardice]], Aesch., etc.
}}
}}

Revision as of 13:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανδρία Medium diacritics: ἀνανδρία Low diacritics: ανανδρία Capitals: ΑΝΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: anandría Transliteration B: anandria Transliteration C: anandria Beta Code: a)nandri/a

English (LSJ)

(in codd. sts. wrongly -εία, and in later Ion. -ηΐη), ἡ,

   A want of manhood, Hp.Aër.16, E.Med.466, Pl.Phdr.254c, etc.; of eunuchs, Luc.Syr.D.26.    2 unmanliness, cowardice, A.Pers.755, E. Or.1031, Th.1.83, And.1.56, etc.; ἀνανδρίᾳ χερῶν E.Supp.314.    II unmarried womanhood, Plu.2.302f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανδρία: (ἐν τοῖς χειρογρ. ἐνίοτε ἐσφαλμ. -εία καὶ Ἰων. -ηΐη) ἡ, ἔλλειψις ἀνδρότητος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Εὐρ. Μήδ. 466, Πλάτ., κτλ. 2) ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνάνδρου, δειλία, Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, Εὐρ. Ὀρ. 1031, Θουκ. 1. 82, Ἀνδοκ. 8. 22, κτλ.· ἀνανδρίᾳ χερῶν Εὐρ. Ἱκ. 314. ΙΙ. ἡ κατάστασις τῆς ἀνυπάνδρου γυναικός, αἱ δὲ ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Πλούτ. 2. 302F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque de virilité ; mollesse, lâcheté;
2 célibat des femmes.
Étymologie: ἄνανδρος.

Spanish (DGE)

-ας

• Alolema(s): jón. -ηΐη Luc.Syr.D.26
I ref. a hombres
1 falta de virilidad, impotencia Hp.Aër.16, 22, de eunucos, Luc.Syr.D.26.
2 falta de hombría, pusilanimidad, cobardía ἀναδρίας ὕπο ἔνδον αἰχμάζειν A.Pers.755, ὦ παγκάκιστε, τοῦτο γάρ σ' εἰπεῖν ἔχω, γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόν canalla, pues no encuentro en mi lengua mayor insulto para tu cobardía E.Med.466, ἀνανδρία γὰρ τοῦτό γε eso es cobardía, Com.Adesp.254.31Au., εἰς τοῦτ' ἀνανδρίας καὶ πονηρίας ἧλθον Isoc.14.28, αἰσχύνη καὶ ἀνανδρία καὶ πάντα τὰ αἴσχιστα D.4.42, δειλίᾳ τε καὶ ἀνανδρίᾳ λιπόντε τὴν τάξιν Pl.Phdr.254c, cf. R.560d, E.Or.1031, And.Myst.56, Arist.Rh.1384a20, D.19.218, Plb.3.6.12, D.C.46.34.2.
II ref. a mujeres soltería αἱ δ' ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Plu.2.302f.

Greek Monolingual

η (Α ἀνανδρία και -εία)
1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία
2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους
νεοελλ.
άνανδρη, δειλή συμπεριφορά
αρχ.
1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα
2. (για γυναίκες) έλλειψη ανδρός, συζύγου, αγαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀνανδρία < ἄνανδρος, ενώ ο τ. ἀνανδρεία < ἀν- στερ. + ἀνδρεία < ἀνδρεῖος.

Greek Monotonic

ἀνανδρία: ἡ, έλλειψη ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
2. δειλία, ανανδρία, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνανδρία: Luc. ἀνανδρηΐη ἡ
1) отсутствие мужества, малодушие, тж. робость, трусость Aesch., Eur., Thuc., Isocr., Plat., Arst., Plut.;
2) оскопление, скопчество Luc.;
3) женское безбрачие (девичество или вдовство) Plut.

Middle Liddell

[From ἄνανδρος
1. want of manhood, Eur., Plat., etc.
2. unmanliness, cowardice, Aesch., etc.