εὖγε: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὖγε:''' или εὖ γε превосходно, отлично: [[εὖγε]] λέγεις Plat. ты прекрасно говоришь; [[εὖγε]] σὺ ποιῶν Plat. ты хорошо делаешь; εὖγ᾽, [[εὖγε]] ποιήσαντες! Arph. отлично сделано, молодцы!; [[εὖγε]], ὦ βέλτιστε! Plat. прекрасно, друг мой!; [[εὖγε]] τῆς προαιρέσεως! Luc. отличное решение! | |elrutext='''εὖγε:''' или εὖ γε превосходно, отлично: [[εὖγε]] λέγεις Plat. ты прекрасно говоришь; [[εὖγε]] σὺ ποιῶν Plat. ты хорошо делаешь; εὖγ᾽, [[εὖγε]] ποιήσαντες! Arph. отлично сделано, молодцы!; [[εὖγε]], ὦ βέλτιστε! Plat. прекрасно, друг мой!; [[εὖγε]] τῆς προαιρέσεως! Luc. отличное решение! | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[εὖ, γε]<br />adv. well, [[rightly]], to [[confirm]] or [[approve]] [[what]] has been said, Ar., Plat.:—[[ironically]], Eur., Ar.<br /><b class="num">2.</b> without a Verb, [[good]]! well said! well done! [[bravo]]! Lat. [[euge]]! Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 9 January 2019
English (LSJ)
or εὖ γε, Adv.
A well, rightly, in replies confirming or approving what has been said: as σοὶ γὰρ χαρίζομαι. Answ. εὖγε σὺ ποιῶν Pl. R.351c; εὖγ', εὖγε ποιήσαντες Ar.Pax285; εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε X.Cyn.6.19: iron., εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων E.Or.1602; εὖγε μέντἂν διετέθην Ar.Av.1692. 2 without a Verb, good! well said! well done! Pl.Grg.494c, al.; doubled εὖγ', εὖγε Ar.Eq.470; εὖγ', εὖγε, νὴ Δἴ, εὖγε Id.Ec.213; εὖγ', ὅτι ἐπείσθης Id.Nu.866: c. gen., εὖγε τῆς προαιρέσεως Luc.Vit.Auct.8.
German (Pape)
[Seite 1059] d. i. εὖ γε, billigender Zuruf, recht so! trefflich! auch ironisch, Plat. oft εὖγε λέγεις, Apol. 24 e Gorg. 494 c; Ar. auch verdoppelt, εὖγ' εὖγε ποιήσαντες Pax 285, vgl. Equ. 470 Eccl. 213; εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες ἕπεσθε, Jagdruf, Xen. Cyn. 6, 19. Auch c. gen., εὖγε τῆς προαιρέσεως, Luc. Vit. auct. 8.
Greek (Liddell-Scott)
εὖγε: ἢ εὖ γε, Ἐπίρρ., καλῶς, ὀρθῶς, ἐν ἀποκρίσεσι δι’ ὧν ἐπιβεβαιοῖ ἢ ἐγκρίνει τις τὰ λεχθέντα, ὡς, σοί γάρ χαρίζομαι. - Ἀπόκρ., εὖγε σύ ποιῶν Πλάτ. Πολ. 351C· οὕτως, εὖγ’, εὖγε ποιήσαντες Ἀριστοφ. Εἰρ. 285· εὖγε λέγεις Πλάτ. Ἀπολ. 24Ε, κτλ.· πρὸς παρότρυνσιν κυνῶν, εὖγε εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε Ξεν. Κυν. 6. 19· - εἰρωνικῶς, εὖγε μέντἄν διετέθην Ἀριστοφ. Ὄρν. 1692. 2) ἄνευ ῥήματός τινος, ὡς καὶ νῦν, εὖγε, ὡραῖα! πολὺ καλὰ! Λατ. cuge! Πλάτ. Γοργ. 494C, κ. ἀλλ.· διπλοῦν, εὖγ’, εὖγε Ἀριστοφ. Ἱππ. 470· εὖγ’, εὖγε, νή Δί’ εὖγε Ἐκκλ. 213· εὖγ’, ὅτι ἐπείσθης Νεφ. 866· μετὰ γεν., εὖγε τῆς προαιρέσεως Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8.
French (Bailly abrégé)
ou εὖ γε;
adv.
bien, à merveille, parfaitement, particul. dans les réponses, d’ord. avec un verbe : εὖγε λέγεις PLAT tu dis bien ; ‒ ou un part. : εὖγε συ ποιῶν PLAT tu fais bien ; ou avec un gén. εὖγε τῆς προαιρέσεως LUC bravo pour ta résolution.
Étymologie: εὖ, γε.
Greek Monolingual
(ΑΜ εὖγε, Α και εὖ γε)
(επιφών. επιδοκιμασίας, συχνά σε διπλή ή και τριπλή εκφορά) ωραία! πολύ καλά! μπράβο! («εὖγε, ὦ βέλτιστε», Πλάτ.)
αρχ.
1. επίρρ. (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει κάποιος αυτά που έχουν ειπωθεί) ορθά, σωστά (α. «εὖγε λέγεις», Πλάτ.
β. «εὖγε μέντ' ἂν διετέθην», Αριστοφ.)
2. φρ. (για παρότρυνση σκυλιών) «εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθαι») (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βεβαιωτικό μόριο γε (πρβλ. έγω-γε, μενούν-γε, όσ-γε)].
Greek Monotonic
εὖγε: ή εὖγε, επίρρ.:
1. καλώς, ορθώς, λέγεται προς επιβεβαίωση ή έγκριση όσων έχουν ειπωθεί, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., σε Ευρ., Αριστοφ.
2. χωρίς ρήμα, καλώς! ωραία! εύγε! πολύ καλά! μπράβο!, Λατ. euge! στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὖγε: или εὖ γε превосходно, отлично: εὖγε λέγεις Plat. ты прекрасно говоришь; εὖγε σὺ ποιῶν Plat. ты хорошо делаешь; εὖγ᾽, εὖγε ποιήσαντες! Arph. отлично сделано, молодцы!; εὖγε, ὦ βέλτιστε! Plat. прекрасно, друг мой!; εὖγε τῆς προαιρέσεως! Luc. отличное решение!
Middle Liddell
[εὖ, γε]
adv. well, rightly, to confirm or approve what has been said, Ar., Plat.:—ironically, Eur., Ar.
2. without a Verb, good! well said! well done! bravo! Lat. euge! Ar.