τορύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τορύνω:''' (ῡ) разбалтывать, размешивать Arph.
|elrutext='''τορύνω:''' (ῡ) разбалтывать, размешивать Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τορύ¯νω, [[τορός]]<br />to [[stir]], [[stir]] up or [[about]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορῡνω Medium diacritics: τορύνω Low diacritics: τορύνω Capitals: ΤΟΡΥΝΩ
Transliteration A: torýnō Transliteration B: torynō Transliteration C: toryno Beta Code: toru/nw

English (LSJ)

   A stir up or about, Ar.Eq.1172.    II = insculpo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1130] umrühren, zerrühren, Ar. Equ. 1172.

Greek (Liddell-Scott)

τορύνω: [ῡ], ἀναταράσσω, ἀνακατώνω διὰ τορύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1172.

French (Bailly abrégé)

remuer et écraser à l’aide d’une τορύνη.

Greek Monolingual

Α
1. ανακατεύω με την κουτάλα
2. εγχαράσσω, τορνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. της λ. τορύνη (Ι). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. τορύνη προήλθε από το ρ. τορύνω.

Greek Monotonic

τορύνω: [ῡ], (τορός), αναταρράσσω, ανακατεύω με κουτάλα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τορύνω: (ῡ) разбалтывать, размешивать Arph.

Middle Liddell

τορύ¯νω, τορός
to stir, stir up or about, Ar.