ἐπεισβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπεισβάλλω:''' староатт. [[ἐπεσβάλλω]]<br /><b class="num">1)</b> подбрасывать, добавлять (σκύφον ποτῷ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вторгаться, производить нападение (ναυσί τε καὶ πεζῷ Thuc.).
|elrutext='''ἐπεισβάλλω:''' староатт. [[ἐπεσβάλλω]]<br /><b class="num">1)</b> подбрасывать, добавлять (σκύφον ποτῷ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вторгаться, производить нападение (ναυσί τε καὶ πεζῷ Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -βᾰλῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[throw]] [[into]] [[besides]], τί τινι Eur.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[invade]] [[again]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 14:38, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισβάλλω Medium diacritics: ἐπεισβάλλω Low diacritics: επεισβάλλω Capitals: ΕΠΕΙΣΒΑΛΛΩ
Transliteration A: epeisbállō Transliteration B: epeisballō Transliteration C: epeisvallo Beta Code: e)peisba/llw

English (LSJ)

   A throw into besides, ποτῷ E.El.498.    II intr., invade again, Th.3.13; of a double attack of fever, Gal.7.352; simply, attack, τῇ ἀγέλῃ Palaeph.1.

German (Pape)

[Seite 911] (s. βάλλω), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ χύνω ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ εἶναι εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις ποτήριον ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσβάλλω ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.

French (Bailly abrégé)

se jeter sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἰσβάλλω.

Greek Monolingual

ἐπεισβάλλω (AM)
μσν.
1. διαπερνώ
2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» — ξαναφέρνω στη σκέψη
αρχ.
1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ' ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.)
2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.)
3. (για πυρετό) προσβάλλω για δεύτερη φορά
4. προσβάλλω, επιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἐπεισβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
I. ρίχνω επιπλέον μέσα σε κάτι, προσθέτω, τί τινι, σε Ευρ.
II. αμτβ., εισβάλλω ξανά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισβάλλω: староатт. ἐπεσβάλλω
1) подбрасывать, добавлять (σκύφον ποτῷ Eur.);
2) вторгаться, производить нападение (ναυσί τε καὶ πεζῷ Thuc.).

Middle Liddell

fut. -βᾰλῶ
I. to throw into besides, τί τινι Eur.
II. intr. to invade again, Thuc.