οἰκτιρμός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(3b) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰκτιρμός:''' ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - v. l. οἰκτιρμῶν NT) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT. | |elrutext='''οἰκτιρμός:''' ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - v. l. οἰκτιρμῶν NT) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[οἰκτιρμός]], οῦ, ὁ,<br />[[pity]], [[compassion]], Pind.:—in pl. [[compassionate]] feelings, mercies, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A pity, compassion, Pi. P.1.85 : pl., compassionate feelings, mercies, Ep.Rom.12.1, Ep.Phil. 2.1, al.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, τὸ οἰκτείρειν, Πινδ. Π. 1. 164· - εὔχρηστον ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μόνον κατὰ πληθ., αἰσθήματα οἴκτου ἢ συμπαθείας, ἐλέη, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 1, π. Φιλιπ. β΄, 1, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compassion, pitié.
Étymologie: οἰκτίρω.
English (Slater)
οἰκτιρμός
1 pity κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος (P. 1.85)
English (Strong)
English (Thayer)
οἰκτιρμοῦ, ὁ (οἰκτείρω), the Sept. for רַחֲמִים) (the viscera, which were thought to be the seat of compassion (see σπλάγχνον, b.)), compassion, pity, mercy: σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ ( οἰκτίρμων), bowels in which compassion resides, a heart of compassion, רַחֲמִים), emotions, longings, manifestations of pity (English compassions) (cf. Fritzsche, Ep. ad Romans , iii., pp. 5ff; (Winer s Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (61))), τοῦ Θεοῦ, ὁ πατήρ τῶν οἰκτίρμων (genitive of quality (cf. Buttmann, § 132,10; Winer's Grammar, 237 (222))), the father of mercies i. e. most merciful, σπλάγχνα, Pindar, Pythagoras 1,164.) (Synonym: see ἐληω, at the end.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οικτιρμός)
οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπάθεια, λύπηση («κρέσσων οἰκτιρμοῡ φθόνος», Πίνδ.)
αρχ.
στον πληθ. οἱ οἰκτιρμοί
συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + κατάλ. -μός (πρβλ. οδυρ-μός)].
Greek Monotonic
οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, λύπηση, συμπόνοια, συμπάθεια, σε Πίνδ.· στον πληθ., αισθήματα συμπάθειας, ελεημοσύνης, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
οἰκτιρμός: ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - v. l. οἰκτιρμῶν NT) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT.
Middle Liddell
οἰκτιρμός, οῦ, ὁ,
pity, compassion, Pind.:—in pl. compassionate feelings, mercies, NTest.