θυρωρός: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(1b) |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Meaning: <b class="b2">door-waiter</b><br />See also: s. [[θύρα]] and [[ὁράω]]. | |etymtx=Meaning: <b class="b2">door-waiter</b><br />See also: s. [[θύρα]] and [[ὁράω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θῠρ-ωρός, ὁ, [ὤρα or [[οὖρος]]<br />a [[door]]-[[keeper]], [[porter]], Lat. [[janitor]], Hdt., [[attic]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 9 January 2019
English (LSJ)
Cypr. θυραϝωρός dub. in Inscr.Cypr. 215H., Ep. θυραωρός (q.v.), ὁ, ἡ:—
A door-keeper, porter, Sapph.98, Hdt.1.120, A.Ch.565, Pl.Phlb.62c, Ev.Marc.13.34, BGU1061.10 (i A.D.), Luc.Vit.Auct.7, etc.:—also θυρουρός PCair.Zen.292.76 (iii B.C.), PRyl.136.6 (i A.D.), IG3.1137 (ii A.D.), PFlor.71.380 (iv A.D.). (From θυρα-hoρϝος, cf. οὖρος, ἐρύω (B): connected with ὠρέω by Corn. ND1.)
German (Pape)
[Seite 1228] ὁ, Thürhüter; Aesch. Ch. 558; Her. 1, 120; Plat. Phil. 62 c; Sp., wie Ant. Th. 2 (V, 30). – Auch ἡ, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρωρός: ὁ, ἡ, (ὤρα ἢ οὖρος) φύλαξ τῆς θύρας, Λατ. janitor, Σαπφὼ 99, Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Χο. 565, Πλάτ., κλ.· πρβλ. πυλωρός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ ou ἡ)
portier, portière.
Étymologie: θύρα, ὤρα.
English (Strong)
from θύρα and ouros (a watcher); a gate- warden: that kept the door, porter.
English (Thayer)
θυρωρου, ὁ, ἡ (from θύρα, and ὥρα care; cf. ἀκρυωρος, πυλωρός, τιμωρός; cf. Curtius, § 501, cf. p. 101; (Vanicek, p. 900; Allen in American Journ. of Philol. i., p. 129)), a doorkeeper, porter; male or female janitor: masculine, Sappho), Aeschylus, Herodotus, Xenophon, Plato, Aristotle, Josephus, others; the Sept..)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός)
ο φύλακας της θύρας, της εισόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α)-ωρός < θύρα + -ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β' συνθετικό (< -Fορός, με σίγηση του -F- και με ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε-ωρός, πυλ-ωρός].
Greek Monotonic
θῠρωρός: Επικ. θυραωρός, ὁ, ἡ (ὤρα ή οὖρος), φύλακας της πόρτας, θυρωρός, πορτιέρης, Λατ. janitor, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
θῠρωρός: эп. θῠραωρός ὁ и ἡ привратник, привратница Hom., Her., Aesch., Plat., Arst., NT.
Frisk Etymological English
Meaning: door-waiter
See also: s. θύρα and ὁράω.
Middle Liddell
θῠρ-ωρός, ὁ, [ὤρα or οὖρος
a door-keeper, porter, Lat. janitor, Hdt., attic