ὠμόδροπος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὠμόδροπος:''' сорванный раньше времени: ὠμοδρόπων νομίμων [[προπάροιθεν]] Aesch. раньше установленного обычаями срывания цветка, т. е. до законного брака.
|elrutext='''ὠμόδροπος:''' сорванный раньше времени: ὠμοδρόπων νομίμων [[προπάροιθεν]] Aesch. раньше установленного обычаями срывания цветка, т. е. до законного брака.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠμό-δροπος, ον, [[δρέπω]]<br />plucked [[unripe]], [[νόμιμα]] ὠμ., [[properly]], the [[right]] of plucking the [[fresh]] [[fruit]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμόδροπος Medium diacritics: ὠμόδροπος Low diacritics: ωμόδροπος Capitals: ΩΜΟΔΡΟΠΟΣ
Transliteration A: ōmódropos Transliteration B: ōmodropos Transliteration C: omodropos Beta Code: w)mo/dropos

English (LSJ)

ον,

   A plucked unripe, νόμιμα ὠ., prop. the right of plucking the fresh fruit, metaph. for the rights of the marriage-bed, the husband's rights, A.Th.333(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόδροπος: -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς ἄωρος, νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου ὅστις δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 333.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cueilli encore vert, càd avant l’âge en parl. de la virginité.
Étymologie: ὠμός, δρέπω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό-δροπος].

Greek Monotonic

ὠμόδροπος: ον (δρέπω), αυτός που συλλέγεται πριν ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, λέγεται για εκείνον που δρέπει τα πρώτα νεαρά άνθη της παρθενίας πριν το γάμο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠμόδροπος: сорванный раньше времени: ὠμοδρόπων νομίμων προπάροιθεν Aesch. раньше установленного обычаями срывания цветка, т. е. до законного брака.

Middle Liddell

ὠμό-δροπος, ον, δρέπω
plucked unripe, νόμιμα ὠμ., properly, the right of plucking the fresh fruit, Aesch.