εὔανδρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔανδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> изобилующий мужественными людьми ([[χώρα]] Pind.; γῆ Eur., Arph.; [[πόλις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> делающий счастливым, приносящий счастье (συμφοραί Aesch.).
|elrutext='''εὔανδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> изобилующий мужественными людьми ([[χώρα]] Pind.; γῆ Eur., Arph.; [[πόλις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> делающий счастливым, приносящий счастье (συμφοραί Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ανδρος, ον [[ἀνήρ]]<br /><b class="num">I.</b> abounding in [[good]] men, Tyrtae., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[prosperous]] to men, Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔανδρος Medium diacritics: εὔανδρος Low diacritics: εύανδρος Capitals: ΕΥΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: eúandros Transliteration B: euandros Transliteration C: eyandros Beta Code: eu)/andros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ)

   A abounding in good men and true, Σπάρτα Tyrt.15.1; χώρα, γᾶ, Pi.P.1.40, E.Tr.229 (lyr.), Ar.Nu.300 (lyr.), etc.; εὐανδροτάτη πόλις Plu.2.209e.    II prosperous to men, συμφοραί A.Eu.1031.

German (Pape)

[Seite 1056] reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; χώρα, μητρόπολις, Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.

Greek (Liddell-Scott)

εὔανδρος: -ον, (ἀνήρ) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη πόλις Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en hommes beaux, forts, courageux;
2 qui rend les hommes heureux;
Sp. εὐανδρότατος.
Étymologie: εὖ, ἀνήρ.

English (Slater)

εὔανδρος, -ον
   1 of fine men ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν zeugma, make the land flourish with men (P. 1.40) (Αἴγινα) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (N. 5.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔανδρος, -ον)
(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)
αρχ.
αυτός που φέρνει ευτυχία στους ανθρώπους («ὅπως ἂν εὔφρων ἥδε ὁμιλία χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῑς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η συντροφιά και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανδρος (< ανήρ), πρβλ. άν-ανδρος, φίλ-ανδρος].

Greek Monotonic

εὔανδρος: -ον (ἀνήρ),
I. αυτός που είναι άφθονος σε γενναίους άνδρες, σε Τυρτ., Ευρ. κ.λπ.
II. αυτός που φέρνει ευτυχία, ευημερία στους ανθρώπους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔανδρος:
1) изобилующий мужественными людьми (χώρα Pind.; γῆ Eur., Arph.; πόλις Plut.);
2) делающий счастливым, приносящий счастье (συμφοραί Aesch.).

Middle Liddell

εὔ-ανδρος, ον ἀνήρ
I. abounding in good men, Tyrtae., Eur., etc.
II. prosperous to men, Aesch.