ἠπανία: Difference between revisions

From LSJ
(2b)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἠπᾰνία:''' ἡ недостаток, скудость (φορβῆς Anth.).
|elrutext='''ἠπᾰνία:''' ἡ недостаток, скудость (φορβῆς Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἠπανία]], ἡ,<br />[[want]], Anth. [deriv. uncertain]
}}
}}

Revision as of 23:20, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, Mangel, Entbehrung, VLL.; Paul. Sil. 18 (V, 239).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insuffisance.
Étymologie: -.

Greek Monolingual

ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α)
σπανιότητα, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. ηπανεί
απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η- είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης του α-πανία.

Greek Monotonic

ἠπανία: ἡ, απορία, έλλειψη, σπανιότητα, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἠπᾰνία: ἡ недостаток, скудость (φορβῆς Anth.).

Middle Liddell

ἠπανία, ἡ,
want, Anth. [deriv. uncertain]