καταδυναστεύω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταδυναστεύω onderwerpen, met gen.; pass.: τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου degenen die in de macht zijn van de duivel NT Act. Ap. 10.38. | |elnltext=καταδυναστεύω onderwerpen, met gen.; pass.: τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου degenen die in de macht zijn van de duivel NT Act. Ap. 10.38. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[exercise]] [[power]] [[over]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:05, 10 January 2019
English (LSJ)
A oppress, τινα LXXEx.1.13,al.; τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τῆς γῆς ib.Am.8.4: metaph., δέδοικα μὴ πλοῦτός με -εύσῃ X.Smp.5.8; τινος D.S.13.73, Ep.Jac.2.6: abs., Str.16.1.26, Ph.1.421, Plu.2.367d:—Pass., to be oppressed, PPetr.3p.74 (iii B.C.), LXXNe.5.5, D.S.37.8; ὑπό τινος Str.6.2.4; ὑπὸ τοῦ διαβόλου Act.Ap.10.38; ταῦτα -εύετο ἕκαστα these districts were under their several rulers, Str.7.7.8. 2 get control, abs., of mutineers, Ps.-Ptol. Centil.56.
German (Pape)
[Seite 1347] seine Gewalt gegen Einen brauchen, ihn unterdrücken, bezwingen, in seine Gewalt bekommen; καταδυναστεῦον ἢ καταβιαζόμενον Plut. de Is. et Osir. 41; oft LXX. u. a. Sp., τῶν πολιτῶν D. Sic. 13, 73; pass., ἐλευθεροῦν τοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων καταδυναστευομένους Strab. VI, 270; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
καταδῠναστεύω: ἐξασκῶ δυναστείαν ἐπί τινος, καταθλίβω, τινὰ Ξεν. Συμπ. 5,8, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Α´, 13, κ. ἀλλ.)· τινὸς Διόδ. 13. 73, ἴδε Σουΐδ.· ἀπολ., Στράβ. 747, Πλούτ. 2. 367D.―Παθ., καταπιέζομαι, ὑπό τινος Στράβ. 270, Διοδ. Ἐκλογ. 611. 84, Ἑβδ. Νεεμ. Ε´, 5), Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
opprimer, tyranniser, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, δυναστεύω.
English (Strong)
from κατά and a derivative of δυνάστης; to exercise dominion against, i.e. oppress: oppress.
English (Thayer)
(κατάθεμα) καταθεματος, τό, equivalent to κατανάθεμα(which see), of which it seems to be a vulgar corruption by syncope (cf. Koumanoudes, συναγωγή λέξεων ἀθησαυρων κτλ., under the word κατας); a curse; by metonymy, worthy of execration, an accursed thing: κατανάθεμα; cf. Justin Martyr, quaest. et resp. 121, at the end; ' Teaching' 16,5 [ET]). Not found in secular authors.
Greek Monolingual
(AM καταδυναστεύω)
καταπιέζω κάποιον, ασκώ αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία ή επιρροή
αρχ.
1. παθ. καταδυναστεύομαι
κυβερνώμαι
2. (για στασιαστές) έχω υπό την εξουσία μου.
Greek Monotonic
καταδῠναστεύω: μέλ. -σω, καταπιέζω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταδῠναστεύω:
1) притеснять, угнетать (τῶν πολιτῶν Diod.);
2) перен. подавлять, губить (τινά Xen.);
3) pass. быть одержимым (οἱ καταδυναστευόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταδυναστεύω onderwerpen, met gen.; pass.: τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου degenen die in de macht zijn van de duivel NT Act. Ap. 10.38.