προσαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(nl)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-αναλίσκω extra uitgeven.
|elnltext=προσ-αναλίσκω extra uitgeven.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ανᾱλώσω<br />to [[lavish]] or [[consume]] [[besides]], Plat., Dem.
}}
}}

Revision as of 00:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰνᾱλίσκω Medium diacritics: προσαναλίσκω Low diacritics: προσαναλίσκω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: prosanalískō Transliteration B: prosanaliskō Transliteration C: prosanalisko Beta Code: prosanali/skw

English (LSJ)

fut. -ανᾱλώσω,

   A lavish or consume besides, καὶ τὰ τῶν φίλων π. Pl.Prt.311d; τὰς ἰδίας οὐσίας D.20.10, cf. D.C.43.18; π. οὐκ ὀλίγα χρήματα IG22.834.7; π. χρόνον ἱστοῖς waste further time on . ., D.L.6.98; μισθούς τινι Porph.Abst.1.56.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, verthun; Ar. Ach. 701; καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες, Plat. Prot. 311 d; οἱ δὲ καὶ προσανηλωκότες χρήματα, Xen. An. 6, 2, 8, wo Krüger προανηλωκότες vermuthet; πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων, Dem. 40, 58 (Bekk. simpl.); Sp., wie D. L. 6, 98.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, καταναλίσκω προσέτι, πρ. καὶ τὰ τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 311D· τὰς ἰδίας οὐσίας Δημ. 466. 2· πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. 1025. 20· πρ. χρόνον ἱστοῖς, δαπανῶ χρόνον εἰς..., Διογ. Λ. 6. 98.

French (Bailly abrégé)

dépenser ou épuiser en outre.
Étymologie: πρός, ἀναλίσκω.

English (Strong)

from πρός and ἀναλίσκω; to expend further: spend.

English (Thayer)

1st aorist participle feminine προσαναλώσασα; to expend besides (πρός, IV:2): ἰατροῖς (i. e. upon physicians, Buttmann, § 133,1; εἰς ἰατρούς (cf. Winer's Grammar, 213 (200))) τόν βίον, WH omits; Tr marginal reading brackets the clause). (Xenophon, Plato, Demosthenes, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ΜΑ
σπαταλώ ή δαπανώ κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω»].

Greek Monotonic

προσᾰνᾱλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω, σκορπώ ή καταναλώνω επιπλέον, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσανᾱλίσκω: сверх того или также растрачивать (καὶ τὰ τῶν φίλων Plat.; χρήματα Xen.; χρόνον Diog. L.; ὅλον τὸν βίον τινί NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αναλίσκω extra uitgeven.

Middle Liddell

fut. -ανᾱλώσω
to lavish or consume besides, Plat., Dem.