τρισευδαίμων: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῐσευδαίμων:''' 2, gen. ονος трижды, т. е. в высшей степени счастливый Luc. | |elrutext='''τρῐσευδαίμων:''' 2, gen. ονος трижды, т. е. в высшей степени счастливый Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρισ-ευδαίμων, ον,<br />[[thrice]]-[[happy]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A thrice-happy, B.3.10, Luc.Sacr.2, Merc.Cond.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τρισευδαίμων: -ον, τρὶς εὐδαίμων, πάνυ εὐδαίμων, ὡς τὸ τρισόλβιος, τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
(trois fois, càd) tout à fait heureux.
Étymologie: τρίς, εὐδαίμων.
Greek Monolingual
-ονος, -ον, Α
ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐδαίμων «ευτυχής»].
Greek Monotonic
τρισευδαίμων: -ον, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-ευδαίμων -ον, gen. -ονος [τρίς, εὐδαίμων] driewerf gelukkig.
Russian (Dvoretsky)
τρῐσευδαίμων: 2, gen. ονος трижды, т. е. в высшей степени счастливый Luc.