μαθητός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾰθητός:''' доступный усвоению или изучению, которому можно научить (τὰ ἀνθρώποις [[οὔτε]] μαθητὰ [[οὔτε]] προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить. | |elrutext='''μᾰθητός:''' доступный усвоению или изучению, которому можно научить (τὰ ἀνθρώποις [[οὔτε]] μαθητὰ [[οὔτε]] προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μᾰθητός, ή, όν<br />learnt, that may be learnt, Xen., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A learnt, that may be learnt, ἀνθρώποις by men, X.Cyr.1.6.23; ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή] Pl.Men. 70a, cf. Arist.EN1099b9; μ. τε καὶ διδακτά Pl.Prt.319c.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητός: -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ ἀρετὴ] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut apprendre.
Étymologie: adj. verb. de μανθάνω.
Greek Monolingual
μαθητός, -ή, -όν (Α) μανθάνω
αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος.
Greek Monotonic
μᾰθητός: -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰθητός: доступный усвоению или изучению, которому можно научить (τὰ ἀνθρώποις οὔτε μαθητὰ οὔτε προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.
Middle Liddell
μᾰθητός, ή, όν
learnt, that may be learnt, Xen., Plat.