περισταδόν: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(nl) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περισταδόν [περιίσταμαι] adv., rondom staand, van alle kanten:. ἐβάλλοντο περισταδόν zij werden van alle kanten beschoten Thuc. 7.81.4. | |elnltext=περισταδόν [περιίσταμαι] adv., rondom staand, van alle kanten:. ἐβάλλοντο περισταδόν zij werden van alle kanten beschoten Thuc. 7.81.4. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περιστῆναι]]<br />[[standing]] [[round]] [[about]], Il., Hdt., [[attic]] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:30, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A standing round about, Il.13.551, Hdt.7.225, E. Andr.1136, Theoc.2.68, Call.Hec.1.1.14, etc. 2 from all sides, ἐβάλλοντο π. Th.7.81.
German (Pape)
[Seite 593] adv., herumstehend; Il. 13, 551; Eur. Andr. 1137; Her. 2, 225; Thuc. 7, 81 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιστᾰδόν: ἐπίρρ., Τρῶες· δὲ περισταδόν... οὔταζον, «περιιστάμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 551, Ἡρόδ. 2. 225, Εὐρ. Ἀνδρ. 1136, Θουκ. 7. 81, κτλ.· ― περιστάδην, Θεόδ. Πρόδρ.
French (Bailly abrégé)
adv.
en se tenant tout autour.
Étymologie: περιΐστημι, -δον.
English (Autenrieth)
standing around, drawing near from every side, Il. 13.551†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. καθώς στέκεται κανείς κυκλικά, γύρω από κάτι, καθώς στέκεται ή έρχεται ολόγυρα («οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν», Ηρόδ.)
2. από όλες τις πλευρές, από παντού («ἐβάλλοντο περισταδόν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-στα- του περι-ίστημι (πρβλ. στά-δην) + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. παρα-στα-δόν)].
Greek Monotonic
περιστᾰδόν: (περιστῆναι), επίρρ., σταθερά ολόγυρα από, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
περιστᾰδόν: adv. стоя вокруг, обступая со всех сторон Her., Eur.: Τρῶες π. οὔταζον σάκος Hom. троянцы со всех сторон поражали щит (Несторида); βάλλεσθαι π. Thuc. находиться под круговым обстрелом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισταδόν [περιίσταμαι] adv., rondom staand, van alle kanten:. ἐβάλλοντο περισταδόν zij werden van alle kanten beschoten Thuc. 7.81.4.
Middle Liddell
περιστῆναι
standing round about, Il., Hdt., attic