πολυκηδής: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(4)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυκηδής:''' исполненный забот, тяжелый, мучительный ([[νόστος]] Hom.).
|elrutext='''πολυκηδής:''' исполненный забот, тяжелый, мучительный ([[νόστος]] Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-κηδής, ές [[κῆδος]]<br />[[full]] of [[care]], [[grievous]], Od.
}}
}}

Revision as of 05:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκηδής Medium diacritics: πολυκηδής Low diacritics: πολυκηδής Capitals: ΠΟΛΥΚΗΔΗΣ
Transliteration A: polykēdḗs Transliteration B: polykēdēs Transliteration C: polykidis Beta Code: polukhdh/s

English (LSJ)

ές,

   A full of care, grievous, νόστος Od.9.37,23.351; μάχη Plu.Nob.2 (Sup.); νοῦσος Q.S.8.31; of persons, κασιγνήτη A.R. 4.734, cf. Q.S.10.310.

German (Pape)

[Seite 664] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκηδής: -ές, ὁ πλήρης φροντίδων, θλιβερός, νόστος Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une grande affliction.
Étymologie: πολύς, κῆδος.

English (Autenrieth)

ές (κῆδος): full of sorrows, woful, Od. 9.37 and Od. 23.351.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες
2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ' ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ' ἐνίσπω», Ομ. Οδ.)
3. ο αίτιος πολλών συμφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο-κηδής].

Greek Monotonic

πολῠκηδής: -ές (κῆδος), γεμάτος από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, θλιβερός, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκηδής -ές [πολύς, κῆδος] vol zorgen:. σὺ μὲν ἐνθάδ ’ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον κλαίουσ ( α ) terwijl jij hier mijn kommervolle terugkeer beweende Od. 23.351.

Russian (Dvoretsky)

πολυκηδής: исполненный забот, тяжелый, мучительный (νόστος Hom.).

Middle Liddell

πολῠ-κηδής, ές κῆδος
full of care, grievous, Od.