hard: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(CSV4)
(nlel)
Line 10: Line 10:
<b class="b2">Be hard of hearing</b>: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plat.).
<b class="b2">Be hard of hearing</b>: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plat.).
<b class="b2">Be hardpressed</b>: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.
<b class="b2">Be hardpressed</b>: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.
}}
{{nlel
|nleltext=[[βαρύς]], [[καρφαλέος]], [[κερασβόλος]], [[κρατερός]], [[σκληρός]], [[στερέμνιος]], [[στερεός]], [[στερέωμα]], [[στέριφος]], [[στερρός]], [[στιβαρός]], [[στριφνός]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]
}}
}}

Revision as of 08:15, 10 January 2019

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 385.jpg

adj.

P. and V. σκληρός, στερεός. V. στυφλός, περισκελής, Ar. and V. στερρός. Difficult: P. and V. δυσχερής, ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.), προσάντης, V. δυσπετής, Ar. and P. χαλεπός. Painful: P. and V. λυπηρος, πικρός, βαρύς, δυσχερής, V. δυσπόνητος, πολύπονος, ἀχθεινός, λυπρός. Cruel: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, V. ὠμόφρων, Ar. and P. χαλεπός. Severe (of things): P. ἰσχυρός. Die hard, v.: P. δυσθανατεῖν. Dying hard: V. δυσθνήσκων. Be hard of hearing: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plat.). Be hardpressed: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.

Dutch > Greek

βαρύς, καρφαλέος, κερασβόλος, κρατερός, σκληρός, στερέμνιος, στερεός, στερέωμα, στέριφος, στερρός, στιβαρός, στριφνός, στυφελός, στύφλος