συντιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συντιτρώσκω:''' <b class="num">1)</b> покрывать ранами, изранивать (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> покрывать пробоинами, сильно повреждать (τὰς [[ναῦς]] Plut.).
|elrutext='''συντιτρώσκω:'''<br /><b class="num">1)</b> покрывать ранами, изранивать (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> покрывать пробоинами, сильно повреждать (τὰς [[ναῦς]] Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντιτρώσκω Medium diacritics: συντιτρώσκω Low diacritics: συντιτρώσκω Capitals: ΣΥΝΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: syntitrṓskō Transliteration B: syntitrōskō Transliteration C: syntitrosko Beta Code: suntitrw/skw

English (LSJ)

   A wound, X.HG3.1.18, Plu.Alex.63; of ships, disable, Id.Alc.27.    II wound at the same time, τὰ συντιτρωσκόμενα (sc. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Hp.Fract.35.

Greek (Liddell-Scott)

συντιτρώσκω: εἰς πολλὰ μέρη τιτρώσκω, αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. τιτρώσκω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.

French (Bailly abrégé)

blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.
Étymologie: σύν, τιτρώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία
2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.)
3. παθ. συντιτρώσκομαι
τραυματίζομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τιτρώσκω «τρώγω, πληγώνω, σκοτώνω»].

Greek Monotonic

συντιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, τραυματίζω, πληγώνω κάποιον σε πολλά σημεία του σώματός του, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συντιτρώσκω:
1) покрывать ранами, изранивать (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);
2) покрывать пробоинами, сильно повреждать (τὰς ναῦς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τιτρώσκω met acc. v. pers. zwaar verwonden; met acc. v. zaken zware schade toebrengen aan. tegelijkertijd zwaar beschadigen. Hp. Fract. 35.

Middle Liddell

fut. -τρώσω
to wound in many places, Xen.