μάρη: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάρη]], ἡ (Α)<br />[[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. [[μάρη]], [[καθώς]] και το λατ. <i>manus</i> «[[χέρι]]», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε <i>r</i> / <i>n</i>. Το θ. σε -<i>n</i> εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. <i>mund</i> «[[χέρι]]», κελτ. <i>manal</i> «[[δέσμη]], [[δεμάτι]]», χεττιτ. <i>manijahh</i> «[[παίρνω]] στα χέρια, [[διοικώ]]», ενώ το θ. σε -<i>r</i> εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. <i>m</i><i>ā</i><i>rr</i> «[[τείνω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «[[χέρι]]» του τ. [[μάρη]], υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «[[εύκολος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τη σημ. του [[ευμαρής]]) και συνδέεται με τη λ. [[μέρος]]. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. [[είναι]] θηλυκού γένους ή [[μήπως]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί πληθ. [[αριθμός]] ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο [[θέμα]] (<i>τὸ μάρος</i> - <i>τὰ [[μάρη]]). Η λ. [[μάρη]] ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα [[σύνθετα]] [[ευμαρής]] και [[δυσμαρής]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευχερής]], [[δυσχερής]])].
|mltxt=[[μάρη]], ἡ (Α)<br />[[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. [[μάρη]], [[καθώς]] και το λατ. <i>manus</i> «[[χέρι]]», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε <i>r</i> / <i>n</i>. Το θ. σε -<i>n</i> εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. <i>mund</i> «[[χέρι]]», κελτ. <i>manal</i> «[[δέσμη]], [[δεμάτι]]», χεττιτ. <i>manijahh</i> «[[παίρνω]] στα χέρια, [[διοικώ]]», ενώ το θ. σε -<i>r</i> εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. <i>m</i><i>ā</i><i>rr</i> «[[τείνω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «[[χέρι]]» του τ. [[μάρη]], υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «[[εύκολος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τη σημ. του [[ευμαρής]]) και συνδέεται με τη λ. [[μέρος]]. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. [[είναι]] θηλυκού γένους ή [[μήπως]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί πληθ. [[αριθμός]] ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο [[θέμα]] (<i>τὸ μάρος</i> - τὰ [[μάρη]]). Η λ. [[μάρη]] ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα [[σύνθετα]] [[ευμαρής]] και [[δυσμαρής]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευχερής]], [[δυσχερής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρη Medium diacritics: μάρη Low diacritics: μάρη Capitals: ΜΑΡΗ
Transliteration A: márē Transliteration B: marē Transliteration C: mari Beta Code: ma/rh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = χείρ, hand, Pi.Fr.310. (Hence εὐμαρής, εὐμάρεια.)

German (Pape)

[Seite 95] ἡ, nach Schol. Il. 15, 137 bei Pind. = χείρ, soll Stammwort von μάρπτω u. εὐμαρής sein.

Greek (Liddell-Scott)

μάρη: [ᾰ], ἡ, = χείρ, Πινδ. Ἀποσπ. 276· ὁπόθεν ἐτυμολογοῦνται αἱ λέξ. εὐμαρής, εὐμάρεια.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
main.
Étymologie: DELG cf. lat. manus, alb. marr « tenir ».

Greek Monolingual

μάρη, ἡ (Α)
χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. μάρη, καθώς και το λατ. manus «χέρι», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε r / n. Το θ. σε -n εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. mund «χέρι», κελτ. manal «δέσμη, δεμάτι», χεττιτ. manijahh «παίρνω στα χέρια, διοικώ», ενώ το θ. σε -r εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. mārr «τείνω». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «χέρι» του τ. μάρη, υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «εύκολος» (πρβλ. τη σημ. του ευμαρής) και συνδέεται με τη λ. μέρος. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. είναι θηλυκού γένους ή μήπως πρέπει να θεωρηθεί πληθ. αριθμός ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο θέμα (τὸ μάρος - τὰ μάρη). Η λ. μάρη ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα σύνθετα ευμαρής και δυσμαρής (πρβλ. ευχερής, δυσχερής)].

Greek Monotonic

μάρη: ἡ, χέρι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μάρη: (ᾰ) ἡ μάρπτω рука Pind.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: hand (Pi. Fr. 310).
Derivatives: εὑμαρής with εὑμάρεια, s. v.; quite uncertain μάρις, -εως m. name of a measure for liquids, = 6 κοτύλαι (Arist., Poll.), = 10 χόες (Polyaen.), with the dimin. μάριον (pap.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Gr. μάρη and Lat. manus could be explained as representative of a heteroclitic r-n-stem. Derivatives of the n-stem are found in Germ., e.g. OWNo. mund f. hand (IE *mn̥-t-) and in Celt., Corn. manal (< *manatlo-) sheaf; compare also the Hitt. denominative manii̯ah̯h̯- hand over, give, govern etc. (Pedersen Hittitisch $83). A deriv. of the r-stem has been supposed in Alb. marr (< *marnō) hold, take. So Greek and Albanian agree as opposed to the western languages (including Hittite), cf. Porzig Gliederung 178. Further s. W.-Hofmann s. manus; also WP. 2, 272, Pok. 740. But see Forssman, Untersuchungen 135-140, who doubts the meaning of the word. Blanc, RPh. 70(1996)?? supposes that the form was coined to explain εὐμαρής. Schrijver, Laryngeals 458 rejects an r\/n-stem, as this would suppose a root m- which is impossible in PIE. -- Cf. on χείρ.

Middle Liddell

!μάρη, ἡ,
a hand, Pind.