θύρωμα: Difference between revisions
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(17) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[θύρωμα]]) [[θυρώ]]<br />το [[πλαίσιο]] θύρας ή παραθύρου, το [[περβάζι]], το [[κούφωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα ανοίγματα που αφήνονται στην [[οικοδομή]] και χρησιμοποιούνται για [[εντοίχιση]] τών [[θυρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή [[ξύλο]] την οποία χρησιμοποιούσαν για τη [[χάραξη]] νόμου ή για την [[ανάρτηση]] πλάκας [[πάνω]] στην οποία ήταν χαραγμένος ο [[νόμος]], [[πινακίδα]]<br /><b>2.</b> [[σανίδωμα]] για προσωρινό φραγμό, [[μπάρα]]<br /><b>3.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b | |mltxt=το (Α [[θύρωμα]]) [[θυρώ]]<br />το [[πλαίσιο]] θύρας ή παραθύρου, το [[περβάζι]], το [[κούφωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα ανοίγματα που αφήνονται στην [[οικοδομή]] και χρησιμοποιούνται για [[εντοίχιση]] τών [[θυρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή [[ξύλο]] την οποία χρησιμοποιούσαν για τη [[χάραξη]] νόμου ή για την [[ανάρτηση]] πλάκας [[πάνω]] στην οποία ήταν χαραγμένος ο [[νόμος]], [[πινακίδα]]<br /><b>2.</b> [[σανίδωμα]] για προσωρινό φραγμό, [[μπάρα]]<br /><b>3.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[θυρώματα]]<br />[[σπηλαιώδης]] [[εσοχή]] σαν [[δωμάτιο]] στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με [[θύρα]] και χρησίμευε για την [[απόθεση]] λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A doorway (including posts, sill, and lintel), IG12.372.78, 11(2).287 A 77 (Delos, iii B.C.), Thphr.HP3.14.1, Callix. 2, Hsch. s.v. θύρετρα; τὸ μέγα θ. OGI193.10 (Branchidae); τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ. ib.734 (Egypt, ii B.C.); διξὰ θ. Hdt.2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, Pl.Plt.280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3. II panel, tablet, Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138. 2 in pl., planks, boards, D.S.20.86. III window, LXX3 Ki.7.42(5) (pl.).
German (Pape)
[Seite 1228] τό, ein mit Thüren versehener Raum, Zimmer, Her. 2, 169. – Das als Thür Gebrauchte, die Thür, bes. im plur., Thuc. 3, 68; Lys. 19, 31; τὰ θυρώματα ἀποσπάσας Dem. 29, 3; Sp., wie D. Sic. 5, 46. – Von thürförmigen Gesetztafeln, Archyt. Stob. Flor. 43, 95. 134. – Auch = θυρίς, D. Sic. 20, 86.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 chambre garnie de portes;
2 porte avec ses jambages, ses gonds, etc.
3 fenêtre.
Étymologie: θυρόω.
Greek Monolingual
το (Α θύρωμα) θυρώ
το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα
νεοελλ.
τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών
αρχ.
1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χάραξη νόμου ή για την ανάρτηση πλάκας πάνω στην οποία ήταν χαραγμένος ο νόμος, πινακίδα
2. σανίδωμα για προσωρινό φραγμό, μπάρα
3. παράθυρο
4. στον πληθ. τὰ θυρώματα
σπηλαιώδης εσοχή σαν δωμάτιο στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με θύρα και χρησίμευε για την απόθεση λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.