μάθηση: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(23)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μάθησις]], -εως, Α ιων. γεν. -ιος) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων (α. «δεν είσαι [[άνθρωπος]] της μάθησης» β. «πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)<br /><b>2.</b> [[διδασκαλία]] («τοῡ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείρα]], [[εμπειρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ μάθησιν» — [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]].
|mltxt=η (AM [[μάθησις]], -εως, Α ιων. γεν. -ιος) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων (α. «δεν είσαι [[άνθρωπος]] της μάθησης» β. «πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)<br /><b>2.</b> [[διδασκαλία]] («τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείρα]], [[εμπειρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ μάθησιν» — [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (AM μάθησις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος) μαθαίνω
1. η απόκτηση γνώσεων (α. «δεν είσαι άνθρωπος της μάθησης» β. «πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)
2. διδασκαλία («τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
πείρα, εμπειρία
μσν.
1. ικανότητα, επιδεξιότητα
2. φρ. «ποιῶ μάθησιν» — επινοώ, μηχανεύομαι
αρχ.
έξη, συνήθεια.