ἠερόεις: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(1ab) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἠερόεις]], εσσα, εν [epic for [[ἀερόεις]] [ἀήρ]<br />[[hazy]], [[murky]], Il.; ἠερόεντα [[κέλευθα]] the [[murky]] [[road]] (i. e. [[death]]), Od. | |mdlsjtxt=[[ἠερόεις]], εσσα, εν [epic for [[ἀερόεις]] [ἀήρ]<br />[[hazy]], [[murky]], Il.; ἠερόεντα [[κέλευθα]] the [[murky]] [[road]] (i. e. [[death]]), Od. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἠερόεις''': [[ἠεροειδής]]<br />{ēeróeis}<br />'''Meaning''': [[nebelig]], [[umwölkt]],<br />'''Etymology''' : von [[ἀήρ]], [[ἠέρος]], s. d.<br />'''Page''' 1,624 | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 2 October 2019
English (LSJ)
εσσα, εν, Ion. and Ep. for ἀερόεις (q.v., cf. cj. in Telest.1.12)
A cloudy, murky, Τάρταρος Il.8.13, al., cf. Hes.Th.119; ζόφος Il.15.191, etc.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i.e. death), Od.20.64; later ἠ. ἴασπις D.P. 724; μόλυβδος Man.6.391; livid, χροιή Nic.Th.257. II epith. of ὄναγρος,= ταχύς, acc. to Sch., Opp.C.3.183.
German (Pape)
[Seite 1155] εσσα, εν, ion. u. ep. statt ἀερόεις, dämmerig, nebelig, dunkel; Τάρταρος Il. 8, 13; Hes. Th. 119. 682 u. sp. D., wie Orph. H. 55, 10; so auch ζόφος, Il. 15, 191. 21, 56, von der Schattenseite der Erde; ἠερόεντα κέλευθα, der dunkle Todesweg, Od. 20, 64. Bei Qu. Sm. 6, 422 heißt so auch der hohe Olympus; ἴασπις D. Per. 7, 24; vgl. χροιή Nic. Ther. 257; Opp. Cyn. 3, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερόεις: εσσα, εν, Ἰων καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὅπερ σχεδὸν οὐδαμοῦ εὕρηται, συννεφώδης, σκοτεινός, Τάρταρος Ἰλ. Θ. 13, κτλ., Ἡσ. Θ. 119· ζόφος Ἰλ. Ο. 191, κτλ.· ἠερόεντα κέλευθα, ἡ ζοφερὰ ὁδός, δηλ. ὁ θάνατος, Ὀδ. Υ. 64· παρὰ μεταγεν., ἠερ. ἴασπις Διον. Π. 724· μόλιβδος Μανέθων 6. 391· πελιδνός, ἐπὶ ἀσθενοῦς, Νίκ. Θ. 257.
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἀερόεις.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (άήρ): cloudy, gloomy, mostly with reference to the nether world, Il. 8.13, Il. 15.191, Od. 20.64.
Greek Monolingual
ἠερόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. και ιων. τ. του άχρ. ἀερόεις)
1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερός («ἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.)
2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.)
3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς
4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» — η σκοτεινή κάθοδος στον Άδη, δηλ. ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + καταλ. -όεις, πρβλ. δακρυ-όεις, κυματ-όεις].
Greek Monotonic
ἠερόεις: -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀερ- (ἀήρ), «συννεφώδης», σκοτεινός, ομιχλώδης, θαμπός, ζοφερός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠερόεντα κέλευθα, η ζοφερή οδός (δηλ. ο θάνατος), σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
ἠεροειδής Meaning: misty, cloudy,
Etymology: s. ἀήρ, ἠέρος
Middle Liddell
ἠερόεις, εσσα, εν [epic for ἀερόεις [ἀήρ]
hazy, murky, Il.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i. e. death), Od.
Frisk Etymology German
ἠερόεις: ἠεροειδής
{ēeróeis}
Meaning: nebelig, umwölkt,
Etymology : von ἀήρ, ἠέρος, s. d.
Page 1,624