ἔκθαμβος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(1ab) |
(c1) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἔκ-θαμβος, ον<br />amazed, astounded, NTest. | |mdlsjtxt=ἔκ-θαμβος, ον<br />amazed, astounded, NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':œkqamboj 誒克-探波士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':出去-畏懼(的)<p>'''字義溯源''':非常驚訝,很覺希奇;由([[ἐκ]] / [[ἐκπερισσῶς]] / [[ἐκφωνέω]])*=出於,由於)與([[θάμβος]])=驚慌失措)組成;而 ([[θάμβος]])出自([[τάφος]])X*=驚訝)<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 很覺希奇(1) 徒3:11 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A amazed, astounded, Plb.20.10.9, Act.Ap. 3.11, Tab.Defix.5.20, Orph.Fr.49 vi88. II terrible, Thd.Da.7.7.
German (Pape)
[Seite 760] ganz betäubt, erschrocken, Pol. 30, 10, 9; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκθαμβος: -ον, ἔκπληκτος, Πολύβ. 20. 10, 9, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 11. - Ἐπιρρ. ἐκθάμβως, μετὰ θάμβους, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boisson τ. 2. σ. 422 F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 frappé d’effroi ou de stupeur;
2 terrible.
Étymologie: ἐκ, θαμβέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 estupefacto, atónito en func. pred. c. γίγνομαι: ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳ Orph.Fr.49.88, οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Plb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.Serm.B 10.4.3, ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμην Herm.Vis.3.1.5, οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ] ενόμενοι TDA 271.20 (Hadrumeto III d.C.), ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος Basil.M.30.108B, ὅλος ἔ. γέγονεν Chrys.M.60.727, πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενος Hom.Clem.12.10.1
•c. otros verb. συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοι Act.Ap.3.11, αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦν sus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción Procop.Goth.2.20.25, ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινεν Io.Mal.Chron.10.230, εἶδον αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον Proteu.18.2, ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκει A.Andr.Gr.62.29, (νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοι Eust.468.18.
2 que produce estupor o terror, terrible, espantoso θηρίον LXX Da.7.7θ, εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπον ref. el infierno, Chrys.M.60.683
•que produce estupefacción, arrobador de la encarnación y el nacimiento de Jesús τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριον Epiph.Const.Haer.79.6.4.
English (Strong)
from ἐκ and θάμβος; utterly astounded: greatly wondering.
English (Thayer)
(ἐκθαυμάζω) (imperfect ἐξεθαύμαζον); to wonder or marvel greatly (see ἐκ, VI:6): ἐπί τίνι, at one, T WH. (Dionysius Halicarnassus, Longinus, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκθαμβος, -ον)
αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή κατάπληξη
αρχ.
φοβερός, φρικτός.
Greek Monotonic
ἔκθαμβος: -ον, έκπληκτος, κατάπληκτος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἔκθαμβος: изумленный, пораженный (ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Polyb.; συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ἔκθαμβοι NT).
Middle Liddell
ἔκ-θαμβος, ον
amazed, astounded, NTest.
Chinese
原文音譯:œkqamboj 誒克-探波士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:出去-畏懼(的)
字義溯源:非常驚訝,很覺希奇;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出於,由於)與(θάμβος)=驚慌失措)組成;而 (θάμβος)出自(τάφος)X*=驚訝)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 很覺希奇(1) 徒3:11