ψευδάδελφος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(c2) |
(cc2) |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':yeud£delfoj 普修得阿得而賀士< | |sngr='''原文音譯''':yeud£delfoj 普修得阿得而賀士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':假-(弟兄)<br />'''字義溯源''':假弟兄;由([[ψευδής]])=假的)與([[ἀδελφός]])=弟兄)組成,其中 ([[ψευδής]])出自([[ψεύδομαι]])=撒謊),而 ([[ἀδελφός]])又由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἅμα]])*=同時)與([[δελεάζω]])Y*=母腹)組成<br />'''出現次數''':總共(2);林後(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 假弟兄(2) 林後11:26; 加2:4 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A false brother, pretended Christian, 2 Ep.Cor. 11.26, Ep.Gal.2.4, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1393] ὁ, falscher, unächter Bruder, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδάδελφος: ὁ, ψευδὴς ἀδελφὸς, προσποιούμενος τὸν Χριστιανὸν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
faux frère.
Étymologie: ψευδής, ἀδελφός.
English (Strong)
from ψευδής and ἀδελφός; a spurious brother, i.e. pretended associate: false brethren.
English (Thayer)
ψευδαδελφου, ὁ (ψευδής and ἀδελφός), a false brother, i. e. one who ostentatiously professes to be a Christian, but is destitute of Christian knowledge and piety: Galatians 2:4.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. άτομο που προσποιείται τον αδελφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) άτομο που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ αδελφός, ως χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀδελφός.
Greek Monotonic
ψευδάδελφος: ὁ, ψευδής ή δόλιος αδελφός, ψευτοχριστιανός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ψευδάδελφος: ὁ лжебрат, мнимый член братии NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδάδελφος -ου, ὁ [ψευδής, ἀδελφός] valse broeder. NT.
Middle Liddell
ψευδ-άδελφος, ὁ,
a false brother, NTest.
Chinese
原文音譯:yeud£delfoj 普修得阿得而賀士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:假-(弟兄)
字義溯源:假弟兄;由(ψευδής)=假的)與(ἀδελφός)=弟兄)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (ἀδελφός)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(δελεάζω)Y*=母腹)組成
出現次數:總共(2);林後(1);加(1)
譯字彙編:
1) 假弟兄(2) 林後11:26; 加2:4