связывать: Difference between revisions
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπαρτάω]], [[συζεύγνυμι]], [[ἐνζεύγνυμι]], [[δεσμεύω]], [[ἐπισφίγγω]], [[λυγόω]], [[πεδάω]], [[κλείω]], [[κλῄω]], [[καταζεύγνυμι]], [[καταζευγνύω]], [[συγκληρόω]], [[κατατείνω]], [[ἐντείνω]], [[διαδέω]], [[πρίω]], [[ἀναρτάω]], [[ἀνακρεμάννυμι]], [[ἀγκρεμάννυμι]], [[ἐκκρεμάννυμι]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἐξάπτω]], [[καθάπτω]], [[καταδέω]], [[προσμίγνυμι]], [[προσμιγνύω]], [[προσμίσγω]], [[καταναγκάζω]], [[συνοικειόω]], [[ἐπιζεύγνυμι]], [[ἐπιζευγνύω]], [[ἐπισυνάπτω]], [[συνέργω]], [[συνείργω]], [[συνεέργω]], [[ἐμποδίζω]], [[δέω]], [[δεσμέω]], [[συμποδίζω]], [[συμπεδάω]], [[ἐκδεσμεύω]], [[παρασυνάπτω]], [[συνδέω]], [[συνοχμάζω]], [[συνερείδω]], [[συμπλέκω]], [[ἐγκαταλαμβάνω]], [[συρράπτω]], [[συντάσσω]], [[συντάττω]] | |rueltext=[[καταλαμβάνω]], [[ἀνάπτω]], [[ἐνδέω]], [[ἐκδέω]], [[ἀπαρτάω]], [[συζεύγνυμι]], [[ἐνζεύγνυμι]], [[δεσμεύω]], [[ἐπισφίγγω]], [[λυγόω]], [[πεδάω]], [[κλείω]], [[κλῄω]], [[καταζεύγνυμι]], [[καταζευγνύω]], [[συγκληρόω]], [[κατατείνω]], [[ἐντείνω]], [[διαδέω]], [[πρίω]], [[ἀναρτάω]], [[ἀνακρεμάννυμι]], [[ἀγκρεμάννυμι]], [[ἐκκρεμάννυμι]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἐξάπτω]], [[καθάπτω]], [[καταδέω]], [[προσμίγνυμι]], [[προσμιγνύω]], [[προσμίσγω]], [[καταναγκάζω]], [[συνοικειόω]], [[ἐπιζεύγνυμι]], [[ἐπιζευγνύω]], [[ἐπισυνάπτω]], [[συνέργω]], [[συνείργω]], [[συνεέργω]], [[ἐμποδίζω]], [[δέω]], [[δεσμέω]], [[συμποδίζω]], [[συμπεδάω]], [[ἐκδεσμεύω]], [[παρασυνάπτω]], [[συνδέω]], [[συνοχμάζω]], [[συνερείδω]], [[συμπλέκω]], [[ἐγκαταλαμβάνω]], [[συρράπτω]], [[συντάσσω]], [[συντάττω]], [[λαμβάνω]], [[κατέχω]], [[καθορμίζω]], [[ζεύγνυμι]], [[συνέχω]], [[συναίρω]], [[μίγνυμι]], [[συναρμόζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:43, 15 October 2019
Russian > Greek
καταλαμβάνω, ἀνάπτω, ἐνδέω, ἐκδέω, ἀπαρτάω, συζεύγνυμι, ἐνζεύγνυμι, δεσμεύω, ἐπισφίγγω, λυγόω, πεδάω, κλείω, κλῄω, καταζεύγνυμι, καταζευγνύω, συγκληρόω, κατατείνω, ἐντείνω, διαδέω, πρίω, ἀναρτάω, ἀνακρεμάννυμι, ἀγκρεμάννυμι, ἐκκρεμάννυμι, εὐτρεπίζω, ἐξάπτω, καθάπτω, καταδέω, προσμίγνυμι, προσμιγνύω, προσμίσγω, καταναγκάζω, συνοικειόω, ἐπιζεύγνυμι, ἐπιζευγνύω, ἐπισυνάπτω, συνέργω, συνείργω, συνεέργω, ἐμποδίζω, δέω, δεσμέω, συμποδίζω, συμπεδάω, ἐκδεσμεύω, παρασυνάπτω, συνδέω, συνοχμάζω, συνερείδω, συμπλέκω, ἐγκαταλαμβάνω, συρράπτω, συντάσσω, συντάττω, λαμβάνω, κατέχω, καθορμίζω, ζεύγνυμι, συνέχω, συναίρω, μίγνυμι, συναρμόζω