φιλομαθής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filomathis
|Transliteration C=filomathis
|Beta Code=filomaqh/s
|Beta Code=filomaqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fond of learning, eager after knowledge</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>67b</span>, <span class="bibl">82d</span>, al.; ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθής <span class="bibl">Isoc.1.18</span>: Sup. -έστατος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.2.1</span>: <b class="b3">τὸ φ</b>., = [[φιλομάθεια]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>376b</span>, cf. <span class="bibl">411d</span>: Adv. -θῶς, ἔχειν <span class="bibl">Ant.Diog.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. gen. rei, <b class="b2">eager after</b>, τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.9.5</span> (Sup.).</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fond of learning]], [[eager after knowledge]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>67b</span>, <span class="bibl">82d</span>, al.; [[ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής]] = [[if you are studious, you will become learned]] <span class="bibl">Isoc.1.18</span>: Sup. [[φιλομαθέστατος]] <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.2.1</span>: [[τὸ φιλομαθές]] = [[φιλομάθεια]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>376b</span>, cf. <span class="bibl">411d</span>: Adv. -θῶς, ἔχειν <span class="bibl">Ant.Diog.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[eager after]], τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.9.5</span> (Sup.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:51, 9 December 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομαθής Medium diacritics: φιλομαθής Low diacritics: φιλομαθής Capitals: ΦΙΛΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: philomathḗs Transliteration B: philomathēs Transliteration C: filomathis Beta Code: filomaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A fond of learning, eager after knowledge, Pl.Phd.67b, 82d, al.; ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής = if you are studious, you will become learned Isoc.1.18: Sup. φιλομαθέστατος X.Cyr.1.2.1: τὸ φιλομαθές = φιλομάθεια, Pl.R.376b, cf. 411d: Adv. -θῶς, ἔχειν Ant.Diog.11.    2 c. gen. rei, eager after, τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων X.An.1.9.5 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1282] ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig; Plat. Phaed. 82 d Rep. II, 376 b u. öfter; τὸ φιλομαθές, Wißbegier, IV, 435 e; Isocr. 1, 18; τ ούτων Xen. Cyr. 1, 6,38; adv. φιλομαθῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομᾰθής: -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ἀγαπῶν νὰ μανθάνῃ, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 67Β, 82D, κ. ἀλλ.· ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθὴς Ἰσοκρ. 5D· ὑπερθ. φιλομαθέστατος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2. 2· ― τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, Πλάτ. Πολ. 376Β, 411D· ἐπίρρ. -θῶς, οἱ φιλοπόνως καὶ φιλομαθῶς ἀκούοντες Ψευσοχρυσ. τ. 5. σ. 750Α, Κυρίλλ. Ἱεροσ. Κατηχ. σ. 36, κλπ. ― πρβλ. φιλόλογος ΙΙ. 2. 2) μετὰ γεν. πράγμ., προθύμως ἐπιδιώκων τὸ νὰ μάθῃ τι, Πλάτ. Πολ. 485D, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à apprendre, gén. ; abs. qui aime à s’instruire;
Sp. φιλομαθέστατος.
Étymologie: φίλος, μανθάνω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ-παθής].
-ές, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων
αρχ.
1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλομαθές
η φιλομάθεια.
επίρρ...
φιλομαθῶς Μ
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαθής (< μάθος, τὸ «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο-μαθής].

Greek Monotonic

φῐλομᾰθής: -ές (μαθεῖν),
1. αυτός που αγαπά τη μάθηση, αχόρταγος για γνώση, σε Πλάτ.· υπερθ. φιλομαθέστατος, σε Ξεν. τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, σε Πλάτ.
2. με γεν. πράγμ., αχόρταγος για ένα πράγμα, στον ίδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φιλομᾰθής:
1) любознательный, пытливый Xen., Isocr.: οἱ ὀρθῶς φιλομαθεῖς Plat. люди, действительно стремящиеся к знанию;
2) старательный, усердный (τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων φιλομαθέστατος Xen.).

Middle Liddell

φῐλο-μᾰθής, ές μαθεῖν
1. fond of learning, eager after knowledge, Plat.; Sup. φιλομαθέστατος, Xen.; τὸ φιλομαθές = φιλομάθεια, Plat.
2. c. gen. rei, eager after a thing, Plat., Xen.