εὔληπτος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyliptos
|Transliteration C=eyliptos
|Beta Code=eu)/lhptos
|Beta Code=eu)/lhptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily taken hold of</b>, οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 1.16.2</span>, cf.<span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>11.5</span> (Sup.). Adv., <b class="b3">τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι</b> to give it <b class="b2">so that one can most easily take hold of it</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.3.8</span>: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>7.33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">easy to be taken</b> or <b class="b2">reduced</b>, νησιῶται <span class="bibl">Th.6.85</span>; ἧττον εὔ. πόλις <span class="bibl">D.H.3.43</span>; <b class="b3">εὔ. ὀργῇ, κόλαξι</b>, <span class="bibl">Ph.2.590</span>, Plu. 2.66b; <b class="b2">easy to gain or obtain</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>10</span>; <b class="b2">easy to apprehend</b>, τοῖς ἀκούουσι <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>4</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily taken hold of</b>, οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 1.16.2</span>, cf.<span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>11.5</span> (Sup.). Adv., <b class="b3">τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι</b> to give it <b class="b2">so that one can most easily take hold of it</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.3.8</span>: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>7.33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">easy to be taken</b> or [[reduced]], νησιῶται <span class="bibl">Th.6.85</span>; ἧττον εὔ. πόλις <span class="bibl">D.H.3.43</span>; <b class="b3">εὔ. ὀργῇ, κόλαξι</b>, <span class="bibl">Ph.2.590</span>, Plu. 2.66b; <b class="b2">easy to gain or obtain</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>10</span>; <b class="b2">easy to apprehend</b>, τοῖς ἀκούουσι <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:37, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔληπτος Medium diacritics: εὔληπτος Low diacritics: εύληπτος Capitals: ΕΥΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: eúlēptos Transliteration B: eulēptos Transliteration C: eyliptos Beta Code: eu)/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A easily taken hold of, οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ J.AJ 1.16.2, cf.Gal. UP11.5 (Sup.). Adv., τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι to give it so that one can most easily take hold of it, X.Cyr.1.3.8: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς Iamb.VP7.33.    2 easy to be taken or reduced, νησιῶται Th.6.85; ἧττον εὔ. πόλις D.H.3.43; εὔ. ὀργῇ, κόλαξι, Ph.2.590, Plu. 2.66b; easy to gain or obtain, Luc.Merc.Cond.10; easy to apprehend, τοῖς ἀκούουσι Iamb.Protr.4.

German (Pape)

[Seite 1078] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; πόλις εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

εὔληπτος: -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ ἔκπτωμα εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ ποτήριον οὕτως ὥστε ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, εὐάλωτος, νησιῶται Θουκ. 6. 85· πόλις Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à prendre, à enlever ou à piller;
2 fig. facile à obtenir.
Étymologie: εὖ, λαμβάνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔληπτος, -ον)
1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος
2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ' εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ.
β. «εύληπτα φάρμακα»)
νεοελλ.
αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο πτηνό»)
αρχ.
1. αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος («εὔληπτοι νησιῶται», Θουκ.)
2. αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει κάποιος εύκολα («εὔληπτα γοῡν καὶ οὐ πολλοῡ δεήσει τοῦ πόνου», Λουκιαν.)
3. αυτός που μεταφέρεται εύκολα
4. αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα.
επίρρ...
ευλήπτως (Α εὐλήπτως)
1. με εύκολο τρόπο («τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», Ξεν.)
2. με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ληπτος (< λαμβάνω)].

Greek Monotonic

εὔληπτος: -ον, 1. αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. -τως, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. εὐληπτότα, σε Ξεν.
2. αυτός που εύκολα κυριεύεται, ευάλωτος, ευπόρθητος, σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὔληπτος:
1) без труда захватываемый, которым легко овладеть (νησιῶται Thuc.);
2) легко достижимый Luc.

Middle Liddell

εὔ-ληπτος, ον
1. easily taken hold of: adv. -τως so that one can easily take hold, Sup. εὐληπτότατα Xen.
2. easy to be taken or reduced, Thuc.:— easy to gain or obtain, Luc.