ἀράω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arao
|Transliteration C=arao
|Beta Code=a)ra/w
|Beta Code=a)ra/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">plough</b>, οὐδὲ τὰς ὁδὼς . . ἀρασόντι <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.133. (Cf. Lat. <b class="b2">arare</b>.) </span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[plough]], οὐδὲ τὰς ὁδὼς . . ἀρασόντι <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.133. (Cf. Lat. [[arare]].) </span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:05, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράω Medium diacritics: ἀράω Low diacritics: αράω Capitals: ΑΡΑΩ
Transliteration A: aráō Transliteration B: araō Transliteration C: arao Beta Code: a)ra/w

English (LSJ)

   A plough, οὐδὲ τὰς ὁδὼς . . ἀρασόντι Tab.Heracl.1.133. (Cf. Lat. arare.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀράω: μέλλ. -ήσω, παλ. ῥῆμα = βλάπτω˙ οὐδὲ τὰς ὁδὼς τὰς ἀποδεδειγμένας ἀράσοντι οὐδὲ συνέρξοντι οὐδὲ κωλύσοντι πορεύεσθαι (τὸ ἀράσοντι Δωρ. ἀντὶ ἀρήσουσι) Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774.133: - ἄλλως εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. ἀρημένος [ᾱ] καὶ ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν γραμμ. βεβλαμμένος, ἅπαξ ἐν Ἰλ., ὁ μὲν δὴ γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος Σ. 435˙ συχνότερ. ἐν Ὀδ. ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος, καταπονημένος, (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου ludo fatigatumq. somno) 6. 2˙ τίπτε τόσον, Πολύφημ’ , ἀρημένος ὧδ’ ἐβόησας Ι. 403˙ γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρήμενον Λ. 136˙ δύῃ ἀρημένον Σ. 53. (Ἡ ῥίζα δὲν ἐξιχνιάσθη).

French (Bailly abrégé)

= lat. arο.

Spanish (DGE)

• Morfología: [heracleota fut. 3a plu. ἀρασόντι TEracl.1.133 (IV a.C.)]
arar οὐδὲ τὰς hοδὼς ... ἀρασόντι no ararán los caminos, TEracl.l.c.

• Etimología: De la raíz *H2erH2- a la esperable formación en -άω, frente a ἀρόω, q.u.

Greek Monotonic

ἀράω: (Α), = ἀράομαι, μόνο στο Επικ. απαρ. ἀρήμεναι, εύχομαι, προσεύχομαι, σε Ομήρ. Οδ.
ἀράω: (Β), μέλ. -ήσω, αρχ. ρήμα βλάπτω, επιφέρω βλάβη· ἀράσοντι, Δωρ. αντί ἀρήσουσι, σε Επιγρ.· μτχ. Παθ. παρακ. ἀρημένος = βεβλαμμένος, καταπονημένος, ταλαιπωρημένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

1 = ἀράομαι
to pray, Od.
2
to damage, ἀράσοντι, doric for ἀρήσουσι, Inscr.: perf. pass. part. ἀρημένος, βεβλαμμένος, distressed, afflicted, Hom.